Παρασκευή 14 Ιουλίου 2017

Παραμύθι τα φύλλα

Το παραμύθι μας είναι η ιστορία για ένα φύλλο δέντρου, του «Θανάση», που μαζί με τον «Μάνο» και άλλα συντροφικά του φύλλα παρακολουθούσαν την αλλαγή τους, καθώς η μια εποχή διαδεχόταν την άλλη.
Το φύλλο που το έλεγαν Θανάση είχε μεγαλώσει. Είχε εμφανιστεί για πρώτη φορά την Άνοιξη, σαν ένας μικρός βλαστός, σε ένα μεγάλο κλωνάρι στην κορυφή ενός πανύψηλου δέντρου.
Ο Θανάσης περιβαλλόταν από εκατοντάδες άλλα φύλλα, ίδια σαν κι αυτόν, ή τουλάχιστον έτσι φαίνονταν. Δεν άργησε όμως να ανακαλύψει, ότι κανένα φύλλο, δεν ήταν εντελώς όμοιο με κάποιο άλλο, παρόλο που βρισκόταν στο ίδιο δέντρο. Είχαν μεγαλώσει όλα μαζί. Ήταν το μεγαλύτερο φύλλο στο κλωνάρι και φαίνεται ότι βρισκόταν εκεί, πριν από όλα τα άλλα φύλλα. Στο Θανάση φάνηκε μάλιστα, ότι ο Μάνος δεν ήταν μόνο το πιο παλιό φύλλο, αλλά και το πιο σοφό. Ο Μάνος ήταν αυτός που τους είχε εξηγήσει, ότι όλα τα φύλλα αποτελούσαν ένα μέρος του δέντρου. Κι ακόμα, τους είχε πει, ότι το δέντρο τους, είχε γερές ρίζες, κρυμμένες βαθιά μέσα στο χώμα. Τους είχε μιλήσει για τα πουλιά που κάθονταν πάνω στα κλαδιά και τιτίβιζαν εκεί τα πρωινά τους τραγούδια. Τους εξήγησε για τον ήλιο, το φεγγάρι, τα αστέρια και τις εποχές …
… Το καλοκαίρι ήταν ιδιαίτερα όμορφο. Πολλοί άνθρωποι περνούσαν την ώρα τους στο πάρκο αυτό το καλοκαίρι. Συχνά κάθονταν κάτω από το δέντρο του Θανάσης. Ο Μάνος εξήγησε στον Θανάση, ότι το να προσφέρει τον ίσκιο του στους ανθρώπους, ήταν ένα μέρος από τον σκοπό του.
- «Τι είναι ο σκοπός ;» ζήτησε να μάθει ο Θανάσης.
- «Ένας λόγος για να υπάρχεις» απάντησε ο Μάνος. «Ένας λόγος για να υπάρχουμε, είναι να κάνουμε τα πράγματα πιο ευχάριστα για τους άλλους. Ένας λόγος για να υπάρχουμε είναι να δίνουμε τον ίσκιο μας στους γέρους που έρχονται εδώ. Ένας λόγος για να υπάρχουμε, είναι να βρίσκουν τα παιδιά ένα δροσερό μέρος για να παίζουν. Όλοι αυτοί οι λόγοι είναι για να υπάρχουμε.»
… Όμως το καλοκαίρι του Θανάση πέρασε γρήγορα. Χάθηκε μια νύχτα του Οκτώβρη. Ποτέ ο Θανάσης δεν είχε νιώσει τόση παγωνιά. Όλα τα φύλλα έτρεμαν από το κρύο. Και πάλι ήταν ο Μάνος που τους εξήγησε, ότι αυτό που ένοιωσαν, ήταν ο πρώτος παγετός, το σημάδι ότι ήταν κιόλας Φθινόπωρο, ότι ό Χειμώνας δε θα αργούσε να έρθει.
Μια μέρα ένα πολύ παράξενο πράγμα συνέβηκε. Η ίδια αύρα, το ίδιο αεράκι, που σε άλλη εποχή έκανε τα φύλλα να χορεύουν, τώρα τα φυσούσε δυνατά πάνω στο κοτσάνι τους και τα τράνταζε αγριεμένα. Μερικά φύλλα δεν άντεξαν το ανεμόδαρμα, κόπηκαν από τα κλαράκια τους και βρέθηκαν να πετούν ψηλά στον αέρα. Στο τέλος έπεφταν μαλακά πάνω στη γη.
Όλα τα φύλλα φοβήθηκαν.
«Τι συμβαίνει ;» ρωτούσαν ψιθυριστά μεταξύ τους.
«Είναι ακριβώς αυτό που συμβαίνει κάθε Φθινόπωρο» τους εξήγησε ο Μάνος. «Είναι καιρός για τα φύλλα να αλλάξουν κατοικία. Μερικοί άνθρωποι το αποκαλούν αυτό θάνατο».
«Θα πεθάνουμε όλοι ;» ρώτησε ο Θανάσης.
«Ναι» αποκρίθηκε ο Μάνος.
«Όλα πεθαίνουν. Δεν έχει σημασία πόσο μεγάλα, ή πόσο μικρά είναι, πόσο αδύνατα ή πόσο δυνατά. Πρώτα επιτελούμε το καθήκον μας. Ζούμε τον ήλιο και το φεγγάρι, τον άνεμο και την βροχή. Μαθαίνουμε να χορεύουμε και να γελάμε. Έπειτα πεθαίνουμε.»
«Εγώ δε θα πεθάνω !» είπε αποφασιστικά ο Θανάσης. «Εσύ Μάνο ;»
«Ναι» απάντησε ο Μάνος. «Όταν έρθει η ώρα μου».
«Πότε θα είναι αυτό ;» ρώτησε ο Θανάσης.
«Κανένας δεν είναι σίγουρος» αποκρίθηκε ο Μάνος.
Εκείνο τα απόγευμα στο χρυσό φως του δειλινού, ο Μάνος κόπηκε από το κλωνάρι του. Έπεσε χωρίς καμιά προσπάθεια. Καθώς έπεφτε φαινόταν να χαμογελάει ειρηνικά. «Αντίο προς το παρόν Θανάσης» είπε.
Τώρα ο Θανάσης ήταν ολομόναχος. Το μόνο φύλλο που είχε απομείνει στο κλαδί.
Την άλλη μέρα το πρωί έπεσε το πρώτο χιόνι. Ελάχιστα φάνηκε ο ήλιος την ημέρα εκείνη που ήταν πολύ σύντομη.
Τα χαράματα ο άνεμος πήρε τον Θανάση από το κλωνάρι του. Καθόλου δεν πόνεσε. Ένοιωσε να πλέει ήρεμα, απαλά και αθόρυβα μέσα στο κενό, όλο προς τα κάτω.
Καθώς έπεφτε, είδε ολόκληρο το δέντρο για πρώτη φορά. Πόσο δυνατό και σταθερό ήταν ! Ήταν σίγουρος, ότι το δέντρο θα ζούσε για πολύ καιρό ακόμα. Κι ακόμα ήξερε, ότι ο ίδιος ήταν μέρος από τη ζωή αυτού του δέντρου. Η γνώση αυτή τον έκανε υπερήφανο.
Ο Θανάσης έπεσε πάνω σε ένα χώρο από χιόνι. Σ’ αυτή τη νέα του θέση έκλεισε τα μάτια του και κοιμήθηκε. Δεν ήξερε ότι ο ξερός και άχρηστος εαυτός του, όπως τον νόμιζε τώρα, θα γινόταν ένα με το νερό και θα χρησίμευε να γίνει το δέντρο πιο δυνατό. Πιο πολύ απ’ όλα δεν ήξερε ότι εκεί, κοιμισμένα μέσα στο δέντρο και τη γη, υπήρχαν κιόλας σχέδια για να βγουν νέα φύλλα την Άνοιξη.
Γρήγορα το δέντρο έμεινε σχεδόν γυμνό.
«Φοβάμαι να πεθάνω» είπε ο Θανάσης στον Μάνο. «Δεν ξέρω τι υπάρχει εκεί κάτω.»
«Όλοι φοβόμαστε εκείνο που δεν ξέρουμε Θανάση. Είναι φυσικό αυτό» Τον διαβεβαίωσε ο Μάνος. «Δεν φοβόσουν όταν η Άνοιξη έγινε Καλοκαίρι. Δεν φοβόσουν όταν το καλοκαίρι έγινε Φθινόπωρο. Ήταν φυσικές αλλαγές. Γιατί πρέπει να φοβάσαι την εποχή του θανάτου ;»
«Πεθαίνει ακόμα και το δέντρο ;» ρώτησε ο Θανάσης.
«Κάποια μέρα. Υπάρχει όμως κάτι πιο δυνατό από το δέντρο. Είναι η Ζωή που διαρκεί για πάντα. Όλοι είμαστε μέρος της Ζωής»
«Που θα πάμε όταν πεθάνουμε ;»
«Κανένας δε ξέρει με βεβαιότητα. Αυτό είναι το μεγάλο μυστήριο»
«Θα γυρίσουμε πίσω την Άνοιξη ;»
«Εμείς ίσως όχι. Η Ζωή όμως ναι».
«Τότε ποιος ο λόγος για όλα αυτά ;» συνέχισε να ρωτά ο Θανάσης. «Τι χρειαζόταν να βρεθούμε εδώ αφού ήταν να πέσουμε και να πεθάνουμε ;»
Ο Μάνος απάντησε με το σίγουρο ύφος του : «Ο λόγος ήταν για τον ήλιο και το φεγγάρι. Ήταν για τις ωραίες στιγμές που περάσαμε μαζί. Ήταν για τον ίσκιο, τους γέρους και τα παιδιά. Ήταν για τα χρώματα του Φθινοπώρου. Ήταν για τις εποχές. Δεν είναι όλα αυτά αρκετά ;»


1 σχόλιο: