Η ιστορία μιλά για τη μοναξιά και την ανάγκη να ανήκεις. Την
ανάγκη να βρεις αυτό που σε συμπληρώνει, ώστε να "κυλήσεις" στη ζωή
μαζί του.
Μιλά για την εναγώνια αναζήτηση αυτού του άλλου, που θα έρθει ως «από
μηχανής θεός», να κλείσει το μέσα μας κενό, να δώσει νόημα στη ζωή μας. Αυτό το
άλλο, που πιστεύουμε, ότι θα μας αναγνωρίσει και θα το αναγνωρίσουμε
"μαγικά".
Στη διάρκεια αυτής της αναζήτησης θα κάνουμε πολλά: θα
μασκαρευτούμε, θα τρομάξουμε, θα μπερδευτούμε, θα γελοιοποιηθούμε, θα
ελπίσουμε... Και τελικά, κάποτε, θα βρούμε το ιδανικό μας άλλο, αυτό που μας
χωρά και το χωράμε. Και ευτυχώς θα αρχίσουμε επιτέλους να «κυλάμε»...να
ζούμε...Τι κρίμα μόνο, που κανείς δεν μας είπε και εμείς ποτέ δεν σκεφτήκαμε,
ότι κυλώντας...αλλάζεις! Και έτσι αυτό που ξεκίνησε σαν απόλυτο ταίριασμα, στην
πορεία αρχίζει να μας στενεύει και να το στενεύουμε...Και μετά τι....Μετά πάλι
από την αρχή: προσμονή και μοναξιά... Μέχρι τη στιγμή που θα εμφανιστεί κάτι,
κάποιος, που τίποτα δεν ζητά και τίποτα δεν του λείπει, (ένα Μεγάλο,
ολοστρόγγυλο, πλήρες Ο), για να μας κάνει την απλή ερώτηση:
"Γιατί δεν κυλάς μόνο σου;"
"Μόνο μου; ένα Κομμάτι-που-λείπει (τριγωνικής μορφής)
δεν μπορεί να κυλήσει μόνο του".
"Αλήθεια, προσπάθησες ποτέ;" ρώτησε το Μεγάλο Ο.
"Οι γωνίες μου είναι πολύ μυτερές" είπε το
Κομμάτι-που-λείπει. "Δεν είμαι φτιαγμένο για να κυλάω μόνο μου!"
"Οι γωνίες και τα σχήματα αλλάζουν" είπε το Μεγάλο
Ο...
"Αλλάζουν";
Σιωπή...Περισυλλογή...Απόπειρα....Προσπάθεια....Κίνηση....Και
επιτέλους αρχίζει το ταξίδι...η μεταμόρφωση...η ζωή...
"Το Κομμάτι που λείπει συναντά το Mεγάλο Ο", μιλά
απλά και αληθινά για αυτό που όλοι ξέρουμε, αλλά ελάχιστοι κατανοούμε και ακόμα
ελαχιστότεροι κάνουμε πράξη στη ζωή μας: η ολοκλήρωση και ευτυχία μας, είναι
πρωτίστως μια προσωπική υπόθεση. Κανείς δεν μπορεί να μας την επιβάλει ή ακόμα
και να μας τη χαρίσει «έξωθεν». Και ίσως δεν γίνεται αλλιώς: για να
συν-υπάρξουμε κάποτε με κάποιον ή κάτι, πρέπει πρώτα να υπάρξουμε σαν
αυτοκαθοριζόμενες οντότητες. Η συν-ύπαρξη χρειάζεται δυο...όχι δυο μισά, αλλά
δυο ολόκληρα. Δυο Μεγάλα ολοστρόγγυλα Ο, που τίποτα δεν χρειάζονται και τίποτα
δεν τους λείπει...Δύο ολόκληρα που συμπορεύονται από καθαρή αγάπη. Όχι από
ανάγκη ούτε από συμφέρον. Δυο ολόκληρα που τα ενώνει η επιλογή. Όχι η ελπίδα,
ούτε ο φόβος.... Αν έτσι αντικρίσουμε τη ζωή μας, ίσως πάψουμε να
μεμψιμοιρούμε, να τα βάζουμε με τους άλλους, να είμαστε απαθής ή μοιρολάτρες.
Αν δεν περιμένουμε την ευτυχία να μας χτυπήσει την πόρτα, αλλά τραβήξουμε εμείς
κατά κει, αν μη τι άλλο, σίγουρα στο τέλος, όποιο κι αν είναι, θα έχουμε κάνει
ένα πολύ ενδιαφέρον ταξίδι!
Το Κομμάτι-που-λείπει καθόταν μοναχό του… περιμένοντας
κάποιον να έρθει να το πάει κάπου.
Κάποιοι του ταίριαζαν… αλλά δε μπορούσαν να κυλήσουν.
Άλλοι μπορούσαν να κυλήσουν, αλλά δε του ταίριαζαν.
Ένας δεν είχε ιδέα τι σημαίνει ταίριασμα.
Και ένας άλλος δεν ήξερε τίποτα από οτιδήποτε.
Ένας ήταν πολύ ευαίσθητος.
Ένας άλλος το ανέβασε σε βάθρο… και το άφησε εκεί.
Σε κάποιους έλειπαν πολλά κομμάτια.
Και, τέλος πάντων, κάποιοι άλλοι είχαν παραπάνω κομμάτια.
Έμαθε να κρύβεται από τους πεινασμένους.
Ήρθαν κι άλλοι.
Μερικοί το κοίταξαν από πολύ κοντά.
Άλλοι κυλούσαν και το ξεπερνούσαν χωρίς να το αντιληφθούν.
Προσπάθησε να γίνει πιο ελκυστικό…
Άδικος κόπος…
Προσπάθησε να γίνει πιο φανταχτερό… αλλά το μόνο που
κατόρθωσε ήταν να φοβίσει τους ντροπαλούς.
Τελικά ήρθε κι ένας που του ταίριαζε απόλυτα.
Ξαφνικά…
το Κομμάτι-που-λείπει άρχισε να μεγαλώνει…
Και να μεγαλώνει!
-Δεν ήξερα ότι θα μεγαλώσεις.
-Ούτε κι εγώ το ήξερα. Είπε το Κομμάτι-που-λείπει.
-Ψάχνω για το κομμάτι που μου λείπει, ένα κομμάτι που δε θα
μεγαλώσει… είπε κι έφυγε…
Ώσπου μια μέρα, ήρθε κάποιος που φαινόταν διαφορετικός.
-Τι θέλεις από μένα; Ρώτησε το Κομμάτι-που-λείπει.
-Τίποτα.
-Τι έχεις ανάγκη να σου δώσω;
-Τίποτα.
-Ποιος είσαι; Ρώτησε το Κομμάτι-που-λείπει
-Είμαι το Μεγάλο Ο. Είπε το Μεγάλο Ο.
-Νομίζω πως αυτός που περίμενα είσαι εσύ. Είπε το
Κομμάτι-που-λείπει. -Μήπως είμαι το κομμάτι που σου λείπει;
-Όμως, δε μου λείπει κανένα κομμάτι. Είπε το Μεγάλο Ο. -Δεν
υπάρχει χώρος που θα μπορούσες να ταιριάξεις…
-Κρίμα… Είπε το Κομμάτι-που-λείπει, -ήλπιζα πως θα μπορούσα
να κυλήσω μαζί σου…
-Δε μπορείς να κυλήσεις μαζί μου. Είπε το Μεγάλο Ο. -Αλλά
ίσως να μπορέσεις να κυλήσεις μόνο σου.
-Μόνο μου; Ένα Κομμάτι-που-λείπει δεν μπορεί να κυλήσει μόνο
του.
-Αλήθεια, προσπάθησες ποτέ; Ρώτησε το Μεγάλο Ο.
-Οι γωνίες μου είναι πολύ μυτερές. Είπε το
Κομμάτι-που-λείπει. -Δεν είμαι φτιαγμένο για να κυλάω μόνο μου!
-Οι γωνίες και τα σχήματα αλλάζουν. Είπε το Μεγάλο Ο. -Τέλος
πάντων, πρέπει να σε αποχαιρετήσω. Ίσως να ξανασυναντηθούμε κάποια μέρα.
Και κύλησε μακριά.
Το Κομμάτι-που-λείπει έμεινε πάλι μόνο του.
Για πολύ καιρό απλώς καθόταν…
Μετά σιγά-σιγά, σηκώθηκε στη μια του γωνία…
…Και έπειτα σωριάστηκε πάλι.
Μετά, σήκω-τράβα-πέσε…
άρχισε να προχωράει…
Σύντομα οι γωνίες του άρχισαν να στρογγυλεύουν…
Σήκω-τράβα-πέσε, σήκω-τράβα-πέσε…
Και το σχήμα του άρχισε να αλλάζει…
και συνάμα να τινάζεται αντί να σέρνεται…
και έπειτα να αναπηδάει αντί να τινάζεται…
και στο τέλος να κυλάει αντί να αναπηδάει…
Δεν ήξερε προς τα που πήγαινε, και δε το ένοιαζε.
Κυλούσε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου