Είχε διαβάσει ένα κείμενο μου που αναφερόμουν σ’ εκείνα τα
σπίτια με τα μωσαϊκά. Τα εξοχικά. Σπίτια που έρχονται στην μνήμη, με βουτιά
βανίλιας σε παγωμένο νερό, το γνωστό υποβρύχιο κέρασμα, με μυρουδιά από γεμιστά
και με λάστιχο να καταβρέχει τα αργόσυρτα μεσημέρια. Βεντάλιες για δροσούλα και
εσάρπες, γιατί, «-Σαν να έχει τελικά δροσούλα!». (Άλλη η μια δροσούλα, άλλη η
άλλη).
Μνήμες με ποδήλατα, μνήμες με το πρώτο τσιγάρο -για δοκιμή-,
μνήμες στο σινεμά «Όαση». Μνήμες εξάτμισης από κίτρινο χοντάκι, και το γκρι
πεζώ. Μνήμες αργοφλεγόμενες σαν φιδάκι, που ακόμα υπάρχει, για τα κουνούπια.
Μα ο φίλος μου ο Αποστόλης σήμερα, μου περπάτησε τη σκέψη,
ακόμα παραπέρα. Στους φίλους του καλοκαιριού. Που όπως είπε ήταν, «άλλου
είδους» φίλοι. Κι έμεινα να σκέφτομαι την κουβέντα του. Εκείνο το τονισμένο
του, «άλλου είδους». Ναι! Οι φίλοι του καλοκαιριού, ήταν κάτι σαν ξωτικά στη
ζωή μας. Χάνονταν με το που τελείωνε το καλοκαίρι. Σαν να πέταγαν, όχι σαν να
χωρίζαμε. Πού να κατοικούσαν; Σε ποιόν πλανήτη ξωτικών φίλων – καλοκαιρινών;
Κι ας δίναμε υποσχέσεις και τηλέφωνα… Κάθε χρόνο, τα ίδια
και τα ίδια. Λες και δεν έπρεπε να τους βρει το φθινόπωρο δίπλα μας. Λες και
δεν θα έβγαζαν πέρα μαζί μας χειμώνα και κάπου έπρεπε να κρυφτούν. Λες κι ήταν
η μοίρα τους να καταγραφούν μόνο σε
καλοκαίρια. Να μυρίζουν λάδι κόπερτον, για εκείνο το γαργαλιστικό κοριτσάκι που
του τραβούσε ένα σκυλάκι το μαγιό και σαν να ντρεπόταν. Οι φίλοι του
καλοκαιριού, ήταν για να μετράς και συναγωνίζεσαι μαζί τους….Τι να μετράς; Ας
πούμε, πόσα μπάνια έκανες! Να μετράς δηλαδή μόνο χαζά πράγματα. Να σε δένουν
μαζί τους, ωραία χαζά. Ναι, αυτό. Ωραία, χαζά.
Οι φίλοι του καλοκαιριού… Ο Νότης, ο Μπάμπης, η Βαρβάρα, Η
Ασήμω, ο Χάρος… Πόσο αχόρταγα
αναζητούσαμε να παρατείνουμε την αίσθηση καλοκαιριού «μας», την ώρα του
αποχωρισμού. Αίσθηση ξεγνοιασιάς, ανεμελιάς, με σταγόνες «αλητείας» και
υποτιθέμενης αμαρτίας. Όλα μια αίσθηση.
Θα τα πούμε εξάπαντος λέγαμε, ίσως γιατί, το ένστικτο όλων μας έλεγε, ότι
καλοκαίρι που έφυγε, δεν το ανασταίνει χειμώνας.
Στέφανε, Σταμάτη, Σταυρούλα, Τάκη… Τι να γίνατε άραγε; Όχι
μωρέ, Μην μου πείτε. Ούτε και να με βρείτε. Ξωτικά μιας νιότης… Μείνετε σε
τετρακάβαλο ποδήλατο, με κρεμασμένα άτσαλα, χέρια και πόδια. Μείνετε να τρέχετε
και να γελάτε… Πολύ, Πολύ. Όπως έτσι, δεν ξαναγελάσαμε ποτέ. Κι ας λέμε, ότι
χαρήκαμε γέλιο στη ζωή μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου