Ταλαιπωρημένος κουρασμένος και ελαφρά προβληματισμένος επέστρεψα
από τον γιατρό πάλι στο κατάλυμα μου κι έβαλα το φαγητό στο φούρνο. Ώσπου να ψηθεί
άνοιξα μηχανικά το ταχυδρομείο του «Πυθαγόρα» και βρήκα την προτροπή από
κάποιον καλό φίλο, που αγαπά την ανωνυμία και του άρεσε το άρθρο για το «βαπόρι απ’ την Περσία», να διαβάσω εδώ
αυτό που αναπαράγω σήμερα. Περιττό ν’ αναφέρω πως το φαΐ κάηκε και την έβγαλα
με ψωμοτύρι και ελιές.
Η αληθινή ιστορία πίσω από το τρομερό τραγούδι της ταινίας
του Αλέκου Αλεξανδράκη
Ένα τραγούδι που έγινε «ύμνος» της φτωχολογιάς και αποτελεί
μια από τις σημαντικότερες στιγμές στην ιστορία του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού
και μιας εμβληματικής ταινίας του λεγόμενου παλαιού ελληνικού κινηματογράφου,
άμεσα επηρεασμένης από τον ιταλικό νεορεαλισμό.
Η ταινία
Η υπόθεση εξελίσσεται σε μια φτωχογειτονιά της Αθήνας, μια
παραγκούπολη ανάμεσα στον λόφο του Φιλοπάππου και τα Ανω Πετράλωνα. Το κέντρο
του κόσμου για τους κατοίκους της, οι οποίοι με κάθε τρόπο προσπαθούν να
ξεφύγουν από τη φτώχεια και την ανέχεια, χωρίς ωστόσο να χάσουν την αξιοπρέπειά
τους.
Ανάμεσά τους ο Ρίκος (Αλεξανδράκης), πρώην κατάδικος, νυν
μικροκομπιναδόρος, αλλά με καλή καρδιά. Η αγαπημένη του Στεφανία ( Αλίκη
Γεωργούλη ), που φλερτάρει με πλούσιους και με την ιδέα να ξεφύγει μια και καλή
από τη φτωχογειτονιά. Ο ασκητικός «Νεκροθάφτης» ( Μάνος Κατράκης ), που
σέρνεται ενώ προσπαθεί να επιβιώσει σε ένα περιβάλλον εφιαλτικό, όπου ακούς
μωρά να κλαίνε και επιθετικές γυναίκες να φωνάζουν. Μια τουαλέτα και ένα
τηλέφωνο υπάρχουν για ολόκληρη την περιοχή. Νερό, μακρυά… Ο ιταλικός
νεορεαλισμός του Ντε Σίκα και του Ροσελίνι ενσωματωμένος στην ελληνική
πραγματικότητα της αυγής της δεκαετίας του ´60.
Η ιστορία
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο Αλέκος Αλεξανδράκης και
η τότε σύντροφός του Αλίκη Γεωργούλη αναζητούσαν μια φτωχή περιοχή για τα
γυρίσματα της ταινίας τους. Δεν γνώριζαν τον Ασύρματο, μια συνοικία που
ονομαζόταν έτσι επειδή εκεί ήταν τοποθετημένος ο ασύρματος των Γερμανών επί
Κατοχής. Κάποιος είπε στον Αλεξανδράκη να δει την περιοχή. Το έκανε και είδε
στις παράγκες, τις φτιαγμένες από κωνσταντινουπολίτες πρόσφυγες, το ιδανικό
σκηνικό του. Θα μπορούσες να πεις ότι βρήκε το ντεκόρ της ταινίας… στο πιάτο.
Το ίδιο συνέβη και με τους κομπάρσους. Οι ίδιοι οι ντόπιοι κάτοικοι της
περιοχής, αυτοί που διέμεναν στις παράγκες, έπαιξαν στη «Συνοικία».
Καθώς οι βασικές προϋποθέσεις για τη δημιουργία μιας ταινίας
δεν έπαψαν ποτέ να είναι το κεφάλαιο, το θέμα και το έμψυχο υλικό, οι
σεναριογράφοι Κώστας Κοτζιάς και Τάσος Λειβαδίτης άφησαν για τέσσερις μήνες
κάθε άλλη δουλειά τους, ο Αλεξανδράκης σταμάτησε τις ως τότε επικερδείς
κινηματογραφικές εμφανίσεις του, ο Τάσος Ζωγράφος άρχισε να προετοιμάζει τα
ντεκόρ. Όσο για τη Γεωργούλη, παράλληλα με τους ρόλους της πρωταγωνίστριας και
της διευθύντριας παραγωγής, ανέλαβε και καθήκοντα φροντιστή.
« Είχα βγάλει έναν κατάλογο από πάρα πολλά μεταχειρισμένα
και φθαρμένα ρούχα, σκεύη και έπιπλα που ήταν αδύνατον να βρεθούν αλλού εκτός
από τα ίδια τα σπίτια του συνοικισμού » έγραφε η ηθοποιός στην «Ε.Τ.». « Η
ποδιά με τα 100 μπαλώματα πάνω στα 100 άλλα μπαλώματα που φορά η Σαπφώ Νοταρά
αποτελούσε το αναγκαίο υλικό για να δοθεί ο επιζητούμενος ρεαλισμός ».
Αφήνοντας στην άκρη την «ωραιοποιημένη Αθήνα» η ταινία
παρουσιάζει στους θεατές, την Αθήνα της φτώχειας, της παρακμής, των
μικροαπατεώνων που προσπαθούν να επιβιώσουν αλλά και της ελπίδας και των
ονείρων. Η πρώτη προβολή της ταινίας έγινε με επεισόδια, καθώς αστυνομικές
δυνάμεις προσπάθησαν να εμποδίσουν την είσοδο του κοινού.
Σύμφωνα με τον υφυπουργό
τύπου δυσφημούσε την εικόνα της ευημερούσας Ελλάδας. Η «Συνοικία το όνειρο»
τιμήθηκε ωστόσο με δυο βραβεία στο κινηματογραφικό φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης. Η
ερμηνεία του ηθοποιού-θρύλου Μάνου Κατράκη και η κινηματογραφική χημεία της
Αλίκης Γεωργούλη με τον Αλέκο Αλεξανδράκη, τοποθετούν τη συγκεκριμένη
δημιουργία στα αριστουργήματα του ελληνικού κινηματογράφου.
Το τραγούδι
Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης με την αυθεντική λαϊκή αλλά και
δραματική ερμηνεία του γίνεται ένας ακόμη «ρόλος» της ταινίας προσθέτοντας
δραματουργικά στο συνολικό κλίμα αρτιότητας και υψηλής αισθητικής που τη
χαρακτηρίζει. Το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», ερμηνευμένο εκπληκτικά από τον
Μπιθικώτση που εκείνα τα χρόνια συνεργαζόταν στενά με τον μεγάλο συνθέτη, έγινε
«ύμνος» της φτωχολογιάς αντικατοπτρίζοντας μοναδικά τη σκληρή πραγματικότητα
μιας Ελλάδας που προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να επιβιώσει.
Το υπέροχο τραγούδι είναι σε στίχους Τάσου Λειβαδίτη,
μουσική Μίκη Θεοδωράκη και αρχική ερμηνεία του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Ερμηνεύτηκε
και από τους Μαρία Φαραντούρη, Δημήτρη Μητροπάνο, Γιώργο Νταλάρα, Γιάννη
Κότσιρα αλλά και πολλούς άλλους.
«Μικρά κι ανήλιαγα στενά
και σπίτια χαμηλά μου
βρέχει στη φτωχογειτονιά
βρέχει και στην καρδιά μου
Αχ ψεύτη κι άδικε ντουνιά
άναψες τον καημό μου
είσαι μικρός και δε χωράς
τον αναστεναγμό μου
Οι συμφορές αμέτρητες
δεν έχει ο κόσμος άλλες
φεύγουν οι μέρες μου βαριά
σαν της βροχής τις στάλες»
***
Πηγή: tilestwra με πληροφορίες από tovima
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου