Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 2017

Ποιήματα του Ιωάννη Πολέμη

Τα παρακάτω ποιήματα του Ιωάννη Πολέμη δεν είναι πατριωτικά.

Νερωμένο κρασί
(μεταγενέστερος τίτλος: Παραδειγματικόν, συλλογή: Τὸ παλιὸ βιολί)

Ὅ, τι κι᾿ ἂν εἶχε τόχασε, γυναῖκα, βιός, παιδιά του·
τίποτε δὲν τ᾿ ἀπόμεινε στερνὴ παρηγοριά.
Πέταξ᾿ ἡ ἔννοια ἀπὸ τὸ νοῦ κι᾿ ἡ ἐλπίδ᾿ ἀπ᾿ τὴν καρδιά του
κι ἡ ὑπομονὴ ἐμαρμάρωσε στὰ στήθη του βαριά.

Ὅπως τὰ λείψανα περνοῦν, περνάει ἀργὰ ὁ καιρός του
καὶ ζεῖ δίχως ὁ δύστυχος νὰ ξέρει τὸ γιατί.
Μὲς στὴν ταβέρνα ὁλημερὶς μὲ τὸ ποτήρι ἐμπρός του
τοῦ κάκου ἐκεῖ ἀνώφελα τὴ λησμονιὰ ζητεῖ.

«Καταραμένε κάπελα καὶ κλέφτη ταβερνιάρη,
τί τὸ νερώνεις τὸ κρασί, καὶ πίνω ἀπ᾿ τὸ ξανθό,
καὶ πίνω κι᾿ ἀπ᾿ τὸ κόκκινο κι᾿ ἀπὸ τὸ γιοματάρι
κι᾿ ἀπὸ τὸ σῶσμα τὸ τραχύ, πίνω καὶ δὲ μεθῶ;

Δὲν ἦρθα γιὰ ξεφάντωμα, μήτε γιὰ πανηγύρι,
ἦρθα νὰ βρῶ τὴ λησμονιὰ στὸ θάνατο κοντά!»
Κι᾿ ὁ κάπελας γεμίζοντας καὶ πάλι τὸ ποτήρι
μὲ θλιβερὸ περίγελο στὰ λόγια του ἁπαντᾷ:

«Τί φταίω ἐγὼ ἂν τὰ δάκρυα ποὺ ἀπελπισμένος χύνεις
πέφτουν μὲς στὸ ποτήρι σου, σταλαγματιὲς θολές,
καὶ τὸ νερώνουν τὸ κρασὶ κι᾿ ἀδύνατο τὸ πίνεις;
Τί φταίω ἐγὼ κι᾿ ἂν δὲ μεθᾷς, τί φταίω ἐγὼ κι᾿ ἂν κλαῖς;»




Χαμένα χρόνια

Ἄχ, καὶ νὰ γύριζαν, νά᾿ ρχονταν πίσω
τὰ χρόνια ποὺ ἔζησα πρὶν σ᾿ ἀγαπήσω!
Χρόνια ἀμνημόνευτα σὰ νά ῾ταν ξένα
τὰ χρόνια ποὺ ἔζησα χωρὶς ἐσένα.

Ποτάμι ποὺ ἔτρεξε μὲς σὲ λιθάρια
καὶ δὲν ἐπότισε μηδὲ χορτάρια,
κι᾿ ἡ γῆ τὸ ρούφηξε στ᾿ ἄφωτα βάθη
κι᾿ ὡς καὶ τ᾿ ἀχνάρι του γιὰ πάντα ἐχάθη.

Ἄχ, καὶ νὰ γύριζαν νὰ διπλοζήσω,
ἀγάπη ἀδιάκοπη νὰ σοῦ χαρίσω,
καὶ νά ῾σαι ἡ πρώτη μου, ἐσὺ ἡ στερνή μου,
ἀπὸ τὴ γέννα μου κι᾿ ὡς τὴ θανή μου.

Μισὴ σοῦ χάρισα ζωὴ μονάχα.
Ζωὲς ἀμέτρητες ἤθελα νά ῾χα,
ἔτσι ὅπως πρέπει σου νὰ σ᾿ ἀγαπήσω.
Ἄχ, καὶ νὰ γύριζαν τὰ χρόνια πίσω!



Γιατί ἀγρυπνῶ

Δυὸ γλυκὰ ματάκια, μάτια ζαφειρένια,
μ᾿ ἄνοιξαν πληγή·
κι᾿ ἀγρυπνῶ ἀπ᾿ τὸν πόνο κι ἀγρυπνῶ ἀπ᾿ τὴν ἔννοια
κι᾿ ἀπ᾿ τὴ συλλογή.

Τῆς νυχτὸς ἡ πάχνη χάνεται κι᾿ ἐκείνη
ὅμοια μὲ καπνό·
ἡ αὐγὴ προβάλλει, τὸ φεγγάρι σβήνει,
κι᾿ ὅμως ἀγρυπνῶ.

Ἀγρυπνῶ τὴν ὥρα ποὺ κρυφοφιλιοῦνται
τ᾿ ἄστρα ζηλευτά,
ἀγρυπνῶ τὴν ὥρα ποὺ γλυκοκοιμοῦνται
τὰ ματάκια αὐτά.

Τίνος εἶν᾿ τὰ μάτια; Μὴ ρωτᾷς ἐμένα,
κόρη εὐγενική·
σῦρε στὸν καθρέπτη καὶ ζωγραφισμένα
θὰ τὰ δῇς ἐκεῖ.



Ἐξομολόγηση

Παπᾶ, μιὰ κόρη ἀγάπησα
καὶ μ᾿ ἀγαποῦσε σὰν τρελή·
μιὰ μέρα τὴν ἀγκάλιασα,
πῆρα τὸ πρῶτο της φιλί.
Παπᾶ, τί συλλογᾶσαι;

-Ἂν τὴν ἀγάπησες πολύ,
συχωρεμένος νἆσαι.

-Μιὰ μέρα ἐκείνη ἐρίχτηκε
στὴν ἀγκαλιά μου ντροπαλή,
κι ἁμάρτησα κι ἁμάρτησε
ὄχι μονάχα μὲ φιλί.
Παπᾶ, τί συλλογᾶσαι;

-Ἂν τὴν ἀγάπησες πολύ,
συχωρεμένος νἆσαι.

-Μιὰ μέρα τὴν παράτησα
τὴν ὄμορφην ἁμαρτωλὴ
καὶ δὲν τῆς ξαναζήτησα
μήτ᾿ ἀγκαλιὰ μήτε φιλί.
Παπᾶ, τί συλλογᾶσαι;

-Δὲν τὴν ἀγάπησες πολύ,
καταραμένος νἆσαι.



Τὸ παλιὸ βιολί

Ἄκουσε τ᾿ ἀπόκοσμο τὸ παλιὸ βιολὶ
μέσα στὴ νυχτερινὴ σιγαλιὰ τοῦ Ἀπρίλη
στὸ παλιὸ κουφάρι του μιὰ ψυχὴ λαλεῖ
μὲ τ᾿ ἀχνὰ κι᾿ ἀπάρθενα τῆς ἀγάπης χείλη.

Καὶ τ᾿ ἀηδόνι τ᾿ ἄγρυπνο καὶ τὸ ζηλευτὸ
ζήλεψε κι ἐσώπασε κι ἔσκυψε κι ἐστάθη
γιὰ νὰ δεῖ περήφανο τί πουλὶ εἶν᾿ αὐτὸ
ποὺ τὰ λέει γλυκύτερα τῆς καρδιᾶς τὰ πάθη.

Ὡς κι ὁ γκιώνης τ᾿ ἄχαρο, τὸ δειλὸ πουλί,
μὲ λαχτάρ᾿ ἀπόκρυφη τὰ φτερὰ τινάζει
καὶ σωπαίνει ἀκούγοντας τὸ παλιὸ βιολί,
γιὰ νὰ μάθει ὁ δύστυχος πῶς ν᾿ ἀναστενάζει.

Τί κι ἂν τρώει τὸ ξύλο του τὸ σαράκι; τί
κι ἂν περνοῦν ἀγύριστοι χρόνοι κι ἄλλοι χρόνοι;
Πιὸ γλυκιὰ καὶ πιὸ ὄμορφη καὶ πιὸ δυνατὴ
ἡ φωνή του γίνεται, ὅσο αὐτὸ παλιώνει.

Εἶμ᾿ ἐγὼ τ᾿ ἀπόκοσμο τὸ παλιὸ βιολὶ
μέσα στὴ νυχτερινὴ σιγαλιὰ τοῦ Ἀπρίλη
στὸ παλιὸ κουφάρι μου μιὰ ψυχὴ λαλεῖ
μὲ τῆς πρώτης νιότης μου τὰ δροσάτα χείλη.

Τί κι ἂν τρώει τὰ σπλάγχνα μου τὸ σαράκι; τί
κι ἂν βαδίζω ἀγύριστα χρόνο μὲ τὸν χρόνο;
Πιὸ γλυκιὰ πιὸ ὄμορφη καὶ πιὸ δυνατὴ
γίνεται ἡ ἀγάπη μου, ὅσο ἐγὼ παλιώνω.



Ἡ παιδούλα

Ἔλαμπ᾿ ἡ δροσούλα ἀνάλαφρη
στῆς αὐγῆς τὸν ἥλιο ἀγνάντια
καὶ τὸν κῆπο ἐμυριοστόλιζε
μὲ τρεμάμενα διαμάντια.
Κι᾿ ὅλ᾿ οἱ ἀνθοί, σὰν νὰ τοὺς χάιδευε
λὲς ἀθώρητο ἕνα χέρι,
καμαρῶναν κι᾿ ἀργοσάλευαν
κ᾿ ἐψιθύριζαν στ᾿ ἀγέρι:

-Ποῦ πηγαίνει ἡ κόρη ἡ πρόσχαρη
μὲ τὴ νύχτα στὰ μαλλιά της,
μὲ τ᾿ ἀστέρια στὰ ματάκια της,
μὲ τὰ᾿ ἀηδόνια στὴ λαλιά της,
μὲ τὰ χείλη της, ποὺ ἡ μέλισσα
τὰ θωρεῖ κρυφὰ καὶ θέλει
ναὕρῃ ἐκεῖ - ὢ ρόδα ἀπάρθενα!-
Τὸ γλυκύτερό της μέλι;

Κ᾿ ἐλαφρὰ κι᾿ ἀχνὰ ἀνασαίνοντας
ἀποκρίθηκε τ᾿ ἀγέρι:
- Τούτ᾿ ἡ κόρη ἡ γλυκοθόρητη
ποὺ στὴ γῆ δὲν ἔχει ταίρι
πάει μὲ γέλια, πάει μ᾿ ὀνείρατα,
πάει μὲ πόθους, πάει τρεχάτη
ἀπ᾿ τὴν στράτα τὴν ἀνθόσπαρτη
στῆς χαρᾶς τ᾿ ὡραῖο παλάτι.

Ἡ δροσούλα στάζει ἀνάλαφρη
καὶ θολή, θολὴ δὲν λάμπει.
λὲς μὲ δάκρυα στολίζονται
ὅλοι οἱ κῆποι κι᾿ ὅλοι οἱ κάμποι...
Κι᾿ ὅλ᾿ οἱ ἀνθοί, σὰν νὰ προσπέρασε
ἄγριο κι᾿ ἄπονο ἕνα χέρι,
γέρνουν τὴ θλιμμένην ὄψι των
κ᾿ ἐρωτοῦν δειλὰ τ᾿ ἀγέρι:

- Ποῦ πηγαίν᾿ ἡ κόρη σήμερα
μὲ κλεισμένα τὰ ματάκια της,
μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα,
μὲ τὰ χείλη ἀχνὰ κι᾿ ἀμίλητα
ποὺ τριγύρω των κι᾿ ἀπάνω
τὸ χαμόγελο ἐκρυστάλλωσε
κρύο κι᾿ ἄχαρο καὶ πλάνο;

Καὶ πικρά, βαρειὰ ἀνασαίνοντας
ἀποκρίθηκε τ᾿ ἀγέρι:
-Τούτ᾿ ἡ κόρη ἡ πολυπόθητη,
ποὺ στὴ γῆ δὲν εἶχε ταίρι,
πάει νυφούλα ἀνθοστεφάνωτη,
πάει μὲ τὸ στερνὸ κρεββάτι
ἀπ᾿ τὴ στράτα τὴν ἀγύριστη
μέσ᾿ τοῦ Χάρου τὸ παλάτι.



Σκλαβιά

Βλέπω στ᾿ ἀντικρινό μου παραθύρι
ὅσες φορὲς τὸ μάτι μου στραφεῖ
μιὰ γλάστρα στὸ πλατύ του ἀκουμπιστήρι
κι ἕνα κλουβὶ ψηλὰ στὴν κορυφή.

Στὴ γλάστρα ἀνθοβολοῦν χιονάτοι κρίνοι
κι ἀργοσαλεύουν φύλλα σπαθωτὰ
καὶ στὸ κλουβὶ κλεισμένο καναρίνι
γλυκολαλεῖ κι ἀνήσυχο πετᾷ.

Βλέπω τὸ καναρίνι καὶ τοὺς κρίνους
κι ἄθελα νιώθω λύπη στὴν καρδιά.
Παίρνω τὰ κελαδήματα γιὰ θρήνους,
παίρνω γιὰ στεναγμοὺς τὴν εὐωδιά.

Φαντάζομαι στοὺς κήπους τ᾿ ἄνθη τ᾿ ἄλλα
ἐλεύθερα ν᾿ ἀνθίζουν, νὰ μαδοῦν,
τ᾿ ἄλλα πουλιὰ στὰ δένδρα τὰ μεγάλα
ἀσκλάβωτα, τρελὰ νὰ κελαδοῦν.

Φαντάζομαι καὶ θλίβομαι κι ἀκόμα
νοιώθω, πῶς εἶν᾿ ἀπάνθρωπη σκλαβιὰ
γιὰ τ᾿ ἄνθη οἱ γλάστρες μὲ τὸ λίγο χῶμα,
γιὰ τὰ πουλιὰ τὰ ὁλόκλειστα κλουβιά.



Μὴν κλαῖς

Μὴν κλαῖς, μὴ λὲς πῶς τίποτα δὲ σοῦ ῾μειν᾿ ἐδῶ πέρα.
Σοῦ μένει, ἀπάνω στὰ βουνά, τὸ πέρασμα τῆς μπόρας,
σοῦ μένει ἡ χαραυγὴ μακριὰ στὸ πέλαγο κι ἡ μέρα
κάτω στὸν κάμπο κι οἱ ἐλιὲς καὶ τὸ βουητὸ τῆς χώρας.

Σοῦ μένει ἀκόμα τὸ φτωχό, τ᾿ ἀπάνεμο ἀκρογιάλι,
πού, σὰ βραδιάζει, μέσα του πέφτουν τὰ βράχια, οἱ μῶλοι,
τὰ σπίτια, ὁ γέρος ὁ ψαρὰς ποὺ λάμνει ἀγάλι-ἀγάλι.
Μὴν κλαῖς! Σοῦ μένει ἐκεῖ -γιὰ ἰδές!- ὅλ᾿ ἡ ζωή μας. Ὅλη.

Σοῦ μένει ἐκεῖ μὲ τὴ βουβὴ κι ἀθῴα της γαλήνη,
μὲ τὴ γλυκοχαμόγελη, τὴν ξένοιαστη ὀμορφιά της,
μὲ τὴ σκιά της, τὴ σκιὰ ποὺ ἀρχίζει νὰ τὴ σβήνῃ
σιγὰ-σιγὰ τὸ σούρουπο καὶ τῆς νυχτιᾶς ὁ μπάτης...

(Σκιές)



Καρυάτιδες

Μπροστὰ στὶς Καρυάτιδες, τὶς μαρμαρένιες κόρες,
σταθήκαμε θαυμάζοντας κι οἱ δυό μας ὧρες κι ὦρες.
Ἀκίνητα τὰ μάτια σου ἔδειχναν κάποια λύπη
γιὰ κείνη ποὺ μᾶς ἔκλεψαν κι ἀπὸ τὶς ἄλλες λείπει,

στὴ ξενιτιά, στὴν σκοτεινιά, στὰ πέρατα τοῦ κόσμου.
Μὰ ἐγὼ τὶς ἔβρισκα σωστές, ὅλες σωστὲς ἐμπρός μου
κι ἔλεγα πὼς θὰ γύρισε κι ἐκείνη ἀπὸ τὰ ξένα
γιατὶ μετροῦσα, ἀγάπη μου, μαζὶ μ᾿ αὐτὲς καὶ σένα.



Ἡ λεῦκα

Τὴ θυμᾶσαι τὴ λεῦκα μας; Παιγνιδιάρα στὴν αὔρα
φιλικὰ μᾶς προστάτευεν ἀπ᾿ τοῦ ἥλιου τὴ λαύρα,
καὶ μὲ χάρη σαλεύοντας τὴ ψηλὴ κορυφή της
ἐψιθύριζε πρόσχαρη τὴ χαρὰ τὴν κρυφή της
καὶ σκορποῦσε τὸ γέλιο της στοὺς φραγμοὺς καὶ στ᾿ ἀμπέλια.

Γιατὶ τότ᾿ ἀποκρίνονταν στὰ δικά σου τὰ γέλια.

Χθὲς ἐπέρασα μόνος μου -τί δὲ κάνουν τὰ χρόνια!-
βασιλεύει τριγύρω της ἐρημιά, καταφρόνια!
Κι ἡ θεόρατη λεῦκα μας, ποὺ τὸν πόνο μου ξέρει,
μὲ μιὰ θλίψη παράξενη ψιθυρίζει στ᾿ ἀγέρι
καὶ σκορπᾷ τὸ παράπονο μὲς στοῦ ἥλιου τὸ κάμα...

Γιατὶ τώρ᾿ ἀποκρίνεται στὸ δικό μου τὸ κλάμα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου