Μετά από παράκληση φίλου, μεταφέρω εδώ όλο το πανέμορφο
ποίημα του Γιάννη Ρίτσου.
ΕΙΤΑΝ μακρύς ο δρόμος ως εδώ. Πολύ μακρύς, αδελφέ μου.
Οι χειροπέδες βάραιναν τα χέρια. Τα βράδια
που ο μικρός γλόμπος κουνούσε το κεφάλι του λέγοντας «πέρασε
η ώρα»
εμείς διαβάζαμε την ιστορία του κόσμου σε μικρά ονόματα
σε κάποιες χρονολογίες σκαλισμένες με το νύχι στους τοίχους
των φυλακών
σε κάτι παιδιάστικα σχέδια των μελλοθανάτων
— μια καρδιά, ένα τόξο, ένα καράβι πούσκιζε σίγουρα το χρόνο,
σε κάποιους στίχους που έμειναν στη μέση για να τους τελειώσουμε
σε κάποιους στίχους που τελειώσαν για να μην τελειώσουμε.
Είταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ — δύσκολος δρόμος.
Τώρα είναι δικός σου αυτός ο δρόμος. Τον κρατάς
όπως κρατάς το χέρι του φίλου σου και μετράς το σφυγμό του
πάνου σε τούτο το σημάδι που άφησαν οι χειροπέδες.
Κανονικός σφυγμός. Σίγουρο χέρι.
Κανονικός σφυγμός. Σίγουρος δρόμος.
ΔΙΠΛΑ σου αυτός ο ανάπηρος πριν κοιμηθεί βγάζει το πόδι του
τ' αφήνει στη γωνιά — ένα κούφιο ξύλινο πόδι —
πρέπει να το γεμίσεις όπως γεμίζεις τη γλάστρα με χώμα
να φυτέψεις λουλούδια όπως γεμίζει το σκοτάδι με αστέρια
όπως γεμίζει λίγο-λίγο η φτώχεια στοχασμό κι αγάπη.
Τόχουμε απόφαση, μια μέρα όλοι οι άνθρωποι νάχουνε δυο πόδια
ένα χαρούμενο γεφύρι από μάτια σε μάτια
από καρδιά σε καρδιά. Γι’ αυτό όπου καθήσεις
ανάμεσα στα τσουβάλια του καταστρώματος φεύγοντας για την
εξορία
πίσω απ' τα σίδερα του τμήματος μεταγωγών
κοντά στο θάνατο που δε λέει «αύριο»
ανάμεσα σε χιλιάδες δεκανίκια από πικρά σακατεμένα χρόνια,
εσύ λες «αύριο» και κάθεσαι ήσυχος και βέβαιος
όπως κάθεται ένας δίκαιος άνθρωπος αντίκρυ στους ανθρώπους.
ΑΥΤΑ τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους μπορεί νάναι κι από
αίμα
— όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα —
μπορεί νάναι κι απ' το λιόγερμα που χτυπάει στον απέναντι τοίχο.
Κάθε δείλι τα πράγματα κοκκινίζουν πριν σβήσουν
κι ο θάνατος είναι πιο κοντά. Έξω απ' τα κάγκελα
είναι οι φωνές των παιδιών και το σφύριγμα του τραίνου.
Τότε τα κελλιά γίνονται πιο στενά
και πρέπει να σκεφτείς το φως σ' έναν κάμπο με στάχυα
και το ψωμί στο τραπέζι των φτωχών
και τις μητέρες να χαμογελάνε στα παράθυρα
για να βρεις λίγο χώρο ν' απλώσεις τα πόδια σου.
Κείνες τις ώρες σφίγγεις το χέρι του συντρόφου σου,
γίνεται μια σιωπή γεμάτη δέντρα
το τσιγάρο κομμένο στη μέση γυρίζει από στόμα σε στόμα
όπως ένα φανάρι που ψάχνει το δάσος — βρίσκουμε τη φλέβα
πού φτάνει στην καρδιά της άνοιξης. Χαμογελάμε.
ΧΑΜΟΓΕΛΑΜΕ κατά μέσα. Αυτό το χαμόγελο το κρύβουμε τώρα.
Παράνομο χαμόγελο — όπως παράνομος έγινε κι ο ήλιος
παράνομη κ' η αλήθεια. Κρύβουμε το χαμόγελο
όπως κρύβουμε στην τσέπη μας τη φωτογραφία της αγαπημένης
μας
όπως κρύβουμε την ιδέα της λευτεριάς ανάμεσα στα δυο φύλλα
της καρδιάς μας.
Όλοι εδώ πέρα έχουμε έναν ουρανό και το ίδιο χαμόγελο.
Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν. Αυτό το χαμόγελο
κι αυτόν τον ουρανό δεν μπορούν να μας τα πάρουν.
ΞΕΡΟΥΜΕ πως ο ίσκιος μας θα μείνει πάνου στα χωράφια
πάνου στην πλίθινη μάντρα του φτωχόσπιτου
πάνου στους τοίχους των μεγάλων σπιτιών πού θα χτίζονται αύριο
πάνου στην ποδιά της μητέρας πού καθαρίζει φρέσκα φασολάκια
στη δροσερήν αυλόπορτα. Το ξέρουμε.
Ευλογημένη ας είναι η πίκρα μας.
Ευλογημένη η αδελφοσύνη μας.
Ευλογημένος ο κόσμος που γεννιέται.
ΚΑΠΟΤΕΣ είμαστε πολύ περήφανοι, αδελφέ μου,
γιατί δεν είμαστε καθόλου σίγουροι.
Μεγάλα λόγια λέγαμε
πολλά χρυσά γαλόνια βάζαμε στο μπράτσο του στίχου μας
ένα ψηλό λοφίο ανέμιζε στο μέτωπο του τραγουδιού μας
κάναμε θόρυβο — φοβόμαστε, γι' αυτό κάναμε θόρυβο
σκεπάζαμε το φόβο μας με τη φωνή μας
χτυπούσαμε τα τακούνια μας στο πεζοδρόμιο
ανοιχτές δρασκελιές, καμπανιστές
όπως κείνες οι παρελάσεις με τ' άδεια κανόνια
πού τις κοιτάν οι άνθρωποι απ' τα πορτοπαράθυρα
και που κανείς δεν τις χειροκροτάει.
ΤΟΤΕΣ βγάζαν λόγους στις ξύλινες εξέδρες, στα μπαλκόνια,
φώναζαν τα ραδιόφωνα, ξανάλεγαν τους λόγους,
πίσω άπ' τις σημαίες κρυβόταν ο φόβος
μέσα στα τύμπανα αγρυπνούσαν οι σκοτωμένοι
κανείς δεν καταλάβαινε τι γινόταν
οι σάλπιγγες μπορεί να δίναν το ρυθμό στα βήματα
δε δίναν το ρυθμό στην καρδιά. Ψάχναμε το ρυθμό.
Οι αντιφεγγιές άπ' τα όπλα και τα τζάμια κάτι δίναν στα μάτια
μια στιγμή — τίποτ'
άλλο;
ύστερα κανένας δε θυμόταν λέξη, δε θυμόταν πρόσωπο και ήχο.
Το βράδι όταν σβήναν τα φώτα κ' έσερνε ο αγέρας στους
δρόμους τις χάρτινες σημαιούλες
κ' η βαρειά σκιά ενός οδοστρωτήρα έμενε στην πόρτα
εμείς αγρυπνούσαμε
μαζεύαμε τη σκόρπια βουή των δρόμων
μαζεύαμε τα σκόρπια βήματα
βρίσκαμε το ρυθμό, την καρδιά, τη σημαία.
ΚΑΙ να, αδελφέ μου, που μάθαμε να κουβεντιάζουμε
ήσυχα-ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα — δε χρειάζονται περισσότερα.
Κι αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί
θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουν το ίδιο βάρος σ' όλες
τις καρδιές, σ' όλα τα χείλη
έτσι να λέμε πια τα σύκα: σύκα, και τη σκάφη: σκάφη,
κ' έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να λένε: «τέτοια
ποιήματα σου φτιάχνουμε εκατό την ώρα». Αυτό θέλουμε και
μεις.
Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου,
απ' τον κόσμο
εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο.
ΛΟΙΠΟΝ δεν είναι ανάγκη να φωνάξω για να με πιστέψουν,
να πουν: «όποιος φωνάζει έχει το δίκιο».
Εμείς το δίκιο τόχουμε μαζί μας και το ξέρουμε
κι όσο σιγά κι αν σου μιλήσω, ξέρω πώς θα με πιστέψεις —
συνηθίσαμε στη σιγανή κουβέντα στα κρατητήρια, στις συνεδριάσεις,
στη συνωμοτική δουλειά της κατοχής
συνηθίσαμε στα μικρά σταράτα λόγια πάνου άπ' το φόβο και
πάνου άπ' τον πόνο
ήμερα, ώρα, σύνθημα στις τρομερές, μουγγές γωνιές της νύχτας
στις διασταυρώσεις του χρόνου που μια στιγμή τις φώτιζε ο
προβολέας του μέλλοντος
βιαστικά λόγια, μια μικρή περίληψη της ζωής, τα κύρια σημεία
μονάχα
γραμμένα στο κουτί των τσιγάρων, ή σ' ένα τόσο δα χαρτί
κρυμμένο στο παπούτσι, ή στο στρίφωμα του σακκακιού μας,
ένα μικρό χαρτί σαν ένα μεγάλο γεφύρι πάνου άπ' το θάνατο.
Α, βέβαια, όλα τούτα θα πουν δεν είναι τίποτα.
Όμως εσύ, αδελφέ μου, ξέρεις πώς από τούτα τ' απλά λόγια
από τούτες τις απλές πράξεις, από τούτα τα απλά τραγούδια
μεγαλώνει το μπόι της ζωής, μεγαλώνει ο κόσμος, μεγαλώνουμε.
ΚΙ ΟΧΙ να πείτε πούκανα και τίποτα σπουδαίο
μόνο που πέρασα κι ακούμπησα στον ίδιο τοίχο
που ακουμπήσατε, συντρόφια μου,
μόνο που διάβασα στα τμήματα μεταγωγών τα ονόματα
των ηρώων και των μαρτύρων μας
μόνο που φόρεσα τις ίδιες χειροπέδες που φορέσατε
μόνο που πόνεσα μαζί σας κι ονειρεύτηκα μαζί σας
μόνο που σε βρήκα και με βρήκες, σύντροφε.
Ο μπάρμπα-Χρίστος έχτισε το φούρνο του στρατοπέδου.
Είχα σταθεί και κοίταζα τα σίγουρα γεροντικά του χέρια
τούτα τ' απλά, σοφά, συντροφικά του χέρια —
ώρα την ώρα ο φούρνος ψήλωνε
ψήλωνε ο κόσμος
ψήλωνε η αγάπη
κι όταν γεύτηκα το πρώτο κομμάτι άπ' το ζεστό καρβέλι μας
μ' αύτη τη γεύση πήρα μέσα μου
κάτι απ' τα σοφά χέρια του γέρο-χτίστη
κάτι απ' το ήσυχο χαμόγελό του που δε ζητάει ανταπόδοση
κάτι απ' τα χέρια όλων των συντρόφων που ζυμώνουν το ψωμί
του κόσμου
εκείνη τη γαλήνια σιγουριά του ανθρώπου
που φτιάχνει ωφέλιμα κι απαραίτητα πράματα.
ΎΣΤΕΡΑ μάθαμε πολύ περισσότερα, μα αν θα καθόμουν
να σας τα ιστορήσω όλα δε θα τέλειωνε ποτέ το τραγούδι μου
όπως ποτέ δεν τελειώνει η αγάπη μας, η ζωή, ο ήλιος.
Κ' έρχομαι μονάχα να σ' αγκαλιάσω και να κλάψω, αδελφέ μου,
όπως ο ερωτευμένος που γυρνάει από χρόνια στην καλή του
και μ' ένα του φιλί της λέει όλα τα χρόνια που περίμενε
κι όλα τα χρόνια που τους περιμένουν πέρα απ' το φιλί τους.
ΕΜΕΙΣ ώρες πολλές κοιτάξαμε το ίδιο σημάδι
πολλές ζωές το ψάξαμε τούτο το σημάδι
ως να του εμπιστευτούμε την καρδιά μας και τα χέρια μας.
Κι αυτό που το κοιτάξανε χιλιάδες πονεμένοι ανθρώποι
παίρνει κάτι απ' τα μάτια μας κι απ' το σμίξιμο των ματιών
μας
και μεγαλώνει, μεγαλώνει, μεγαλώνει,
όπως το ζυμάρι στη σκάφη, το δέντρο στον ήλιο, η ελπίδα στην
καρδιά μας.
Και τ' άλλα πάλι, τα πολύ μεγάλα, τ' άπιαστα κι αθώρητα
απ' το πολύ που τα κοιτάξαμε μαζί και τ' αγαπήσαμε μαζί
έγιναν πια δικά μας, ένα με μας, τάχουμε δίπλα μας
σαν την αλατιέρα, σαν το πιρούνι, σαν το πιάτο
και τώρα το ίδιο απλά και γκαρδιακά κοιτάζουμε ένα φύλλο ή
ένα αστέρι
την πέτρα όπου καθόμαστε ή τα ψηλά φουγάρα του μέλλοντος.
Η ΚΑΡΔΙΑ μου σήμερα δε μοιάζει με κανένα σύγνεφο
χρυσό που λαμπαδιάζει στο λιόγερμα
μήτε με κανέναν άγγελο που στρώνει το τραπέζι μες στα
δέντρα του Παράδεισου
τινάζοντας με τ' άσπρα του φτερά τα ψίχουλα των άστρων
απ' τις γενειάδες των παλιών Αγίων.
Τίποτα τέτοιο. Η καρδιά μου είναι τώρα ένα φαρδύ χωματένιο
τσουκάλι
που μπήκε πολλές φορές στη φωτιά που μαγέρεψε χιλιάδες φορές
για τους φτωχούς
για τους ξωμάχους,
για τους περατάρηδες
για τους εργάτες και για τις πικρές μανάδες τους
για τον πεινασμένον ήλιο, για τον κόσμο — ναι, για όλο τον
κόσμο
— ένα φτωχό, καπνισμένο, μαυρισμένο τσουκάλι που κάνει
καλά τη δουλειά του
που βράζει άγρια ραδίκια του βουνού κι αριά και που κάνα κοψίδι
κρέας
κι από κάτου συδαυλίζουν τη φωτιά τα πεινασμένα αδέρφια μου
— καθένας βάζει και το ξύλο του καθένας καρτεράει το μερτικό
του.
Κάθονται γύρω-γύρω μαζί με τ' αρνιά και τα γελάδια
όπως καθόσαστε τώρα εσείς τριγύρω μου
μιλάνε για τον καιρό, για τη σπορά, για τη σοδειά
μιλάνε για τη βροχή, για τον ήλιο, για την ειρήνη
για κείνο το σημάδι που όλο και περισσότερα μάτια το κοιτάζουν
για κείνο το άστρο που δε σβήνει με κανέναν άνεμο
κ' οι πεθαμένοι μαζεύονται γύρω απ' την τάβλα μας
και περιμένουν κι αυτοί το μερτικό τους.
Και τούτο το τσουκάλι βράζει, βράζει τραγουδώντας.
ΤΟΥΤΕΣ τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγάει.
Γύρω σε κάθε βλέμμα το συρματόπλεγμα
γύρω στην καρδιά μας το συρματόπλεγμα
γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγμα. Πολύ κρύο εφέτος.
Πιο κοντά. Πιο κοντά. Μουσκεμένα χιλιόμετρα
μαζεύονται γύρω τους.
Μέσα στις τσέπες του παλιού πανωφοριού τους
έχουν μικρά τζάκια να ζεσταίνουν τα παιδιά.
Κάθονται στον πάγκο κι αχνίζουν απ' τη βροχή και την απόσταση.
Η ανάσα τους είναι ο καπνός ενός τραίνου που πάει μακριά, πολύ
μακριά.
Κουβεντιάζουν και τότε η ξεβαμμένη πόρτα της κάμαρας γίνεται
σα μητέρα
που σταυρώνει τα χέρια της κι ακούει.
Κι ακούω και γω και παίρνω κι αυγαταίνω —
ρίχνω και γω καμμιά κουβέντα που και που
όπως ρίχνουμε ένα ξύλο στη φωτιά —
φουντώνει η φλόγα, γίνεται πιότερο το φώς — ξύλο το ξύλο —
κοκκινίζουν οι τοίχοι, αποτραβιέται ο άνεμος, τρίζει το παραθυρόφυλλο
ακούγεται έξω κάποιο γαϊδουράκι που βόσκει ακόμα στο γρασίδι
και το σκυλί κάθεται ήσυχο μπροστά στα πόδια των πεθαμένων.
Όλοι περιμένουμε να ξημερώσει.
ΕΠΕΣΕ ο άνεμος. Σιωπή. Στη γωνιά της κάμαρας
ένα αλέτρι συλλογισμένο — περιμένει τ' όργωμα.
Ακούγεται πιο καθαρά το νερό που κοχλάζει στο τσουκάλι.
Αυτοί που περιμένουν στον ξύλινο πάγκο
είναι οι φτωχοί, οι δικοί μας, οι δυνατοί
είναι οι ξωμάχοι, οι σπουδαστές κ' οι προλετάριοι
— κάθε τους λέξη είναι ένα ποτήρι κρασί
μια γωνιά μαύρο ψωμί
ένα δέντρο πλάϊ στο βράχο
ένα παράθυρο ανοιχτό στη λιακάδα.
Είναι οι δικοί μας Χριστοί, οι δικοί μας Άγιοι.
Τα χοντρά τους παπούτσια είναι σα βαγόνια με κάρβουνο
τα χέρια τους είναι η σιγουριά —
αργασμένα χέρια, σκληρά χέρια, ροζιασμένα
με φαγωμένα νύχια, με άγριες τρίχες
με το μεγάλο δάχτυλο φαρδύ όσο η ιστορία του ανθρώπου
με τη φαρδειά σπιθαμή σα γιοφύρι πάνου απ' το γκρεμό.
Τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα δεν είναι μονάχα στα μητρώα
των φυλακών
φυλάγονται στα αρχεία της ιστορίας,
τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα είναι οι πυκνές σιδηροδρομικές
γραμμές
που διασχίζουν το μέλλον. Κ' η καρδιά μου εμένα
τίποτα πιότερο, συντρόφια μου, ένα πήλινο μαυρισμένο τσουκάλι
που κάνει καλά τη δουλειά του —·τίποτ' άλλο. Γεια σας σύντροφοι.
ΛΟΙΠΟΝ, παιδιά μου, συλλογιέμαι τώρα σαν τον παππού που λέει
παραμύθια
(και μη θυμώνετε που σας λέω «παιδιά μου», μόνο στα χρόνια
μπορεί νάμαι πιο μεγάλος σε τίποτ' άλλο, κι αύριο θα με πείτε εσείς: «παιδί
μου»,
και γω δε θα θυμώνω
γιατί όσο θάναι νιότη μες στον κόσμο θάμαι νέος,
και να με λέτε: «παιδί μου», παιδιά μου) —
λοιπόν, παιδιά μου, συλλογιέμαι τώρα
να βρω μια λέξη να ταιριάζει στο μπόϊ της λευτεριάς
μήτε πιο ψηλή, μήτε πιο κοντή
— το περίσσιο είναι ψεύτικο
το λιγοστό είναι ντροπαλό,
και γω δεν τόχω σκοπό να καμαρώσω
για τίποτα πιότερο, για τίποτα, λιγότερο από άνθρωπος.
Θα βρούμε το τραγούδι μας. Καλά πάμε. Τί λες και συ,
σύντροφε;
Καλά, καλά.
Βράσανε τα ραδίκια. Λιγοστό το λάδι. Δεν πειράζει.
Περσεύει η όρεξη κ' η καρδιά. Είναι ώρα.
ΕΔΩ είναι φως αδερφικό — απλά τα χέρια και τα μάτια.
Εδώ δεν είναι νάμαι εγώ πάνω από σένα ή εσύ πάνω από μένα.
Εδώ είναι νάναι ο καθένας μας πάνω απ' τον εαυτό του.
Εδώ είναι ένα φως αδερφικό που τρέχει σαν ποτάμι δίπλα στο
μεγάλο τοίχο.
Αυτό το ποτάμι το ακούμε ως και μέσα στον ύπνο μας.
Κι όταν κοιμόμαστε τόνα μας χέρι κρεμασμένο απ' όξω απ' την
κουβέρτα
βρέχεται μέσα σε τούτο το ποτάμι.
Φτάνει με δυο σταγόνες μόνο από τούτο το νερό να ραντίσεις
το πρόσωπο του εφιάλτη, και χάνεται καπνός πίσω απ' τα δέντρα.
Κι ο θάνατος δεν είναι παρά ένα φύλλο
που έπεσε για να θρέψει ένα φύλλο που ανεβαίνει.
ΤΩΡΑ το δέντρο σε κοιτάει κατάματα μες απ' τα φύλλα του
η ρίζα σου δείχνει όλο το δρόμο της
εσύ κοιτάς κατάματα τον κόσμο —δεν έχεις τίποτα να κρύψεις.
Τα χέρια σου είναι καθαρά, πλυμένα με το χοντρό σαπούνι του
ήλιου
τα χέρια σου τ' αφήνεις στο συντροφικό τραπέζι ξέσκεπα
τα εμπιστεύεσαι στα χέρια των συντρόφων σου.
Η κίνησή τους είναι απλή, γεμάτη ακρίβεια.
Κι όταν ακόμη βγάζεις μια τρίχα απ' το σακκάκι του φίλου σου
είναι σα να βγάζεις ένα φύλλο απ' το ημερολόγιο
επιταχύνοντας το ρυθμό του κόσμου.
Μ' όλο που το ξέρεις πως έχεις ακόμη να κλάψεις πολύ
ώσπου να μάθεις τον κόσμο να γελάει.
ΈΝΑ τσουκάλι λοιπόν. Τίποτ' άλλο.
Πήλινο, μαυρισμένο τσουκάλι,
βράζοντας, βράζοντας και τραγουδώντας,
βράζοντας πάνω στου ήλιου τη φωτιά και τραγουδώντας.
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου,
μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου