Μια φορά, ένας συγγενής του Ναστραντίν που είχε πάει κυνήγι,
ήρθε το βράδυ για να τον δει Χότζα και του έφερε ως δώρο μια μικρή πάπια.
Χαρούμενος ο Ναστραντίν έβαλε να μαγειρέψει αμέσως μια υπέροχη σούπα πάπιας και
κράτησε και τον επισκέπτη του να φάει μαζί τους. Σε λίγο, όμως, η μυρωδιά που
έβγαινε από το σπίτι, έφερε κι άλλο επισκέπτη που είπε ότι είναι φίλος του
συγγενή του που έφερε την πάπια και κάθισε στο τραπέζι. Τι να κάνει ο
Ναστραντίν, αραίωσε λίγο τη σούπα για να φτάσει και του έβαλε κι εκείνου ένα
πιάτο. Μετά από λίγο ήρθε κι άλλος ένας που είπε ότι είναι φίλος του φίλου του
συγγενή που έφερε την πάπια και κάθισε κι αυτός στο τραπέζι και σερβιρίστηκε κι
αυτός σούπα, αφού ο Ναστραντίν την αραίωσε και πάλι.
Στο τέλος, αφού ήρθαν κι
άλλοι, και κάθε φορά αραίωνε τη σούπα ο Ναστραντίν, άρχισε πια να εκνευρίζεται
όταν ήρθε κι άλλος ένας που είπε:
- Είμαι ο φίλος, του φίλου, που έχει φίλο τον φίλο τού
συγγενή σου που έφερε την πάπια και κάθισε κι αυτός στο τραπέζι για φαγητό.
Κάθισε όπως κι οι υπόλοιποι περιμένοντας τη σούπα του, κι ο
Ναστραντίν του έφερε σε λίγο ένα πιάτο με ζεστό νερό.
- Τι είναι αυτό, ρώτησε ο τελευταίος επισκέπτης.
Κι ο Ναστραντίν του απάντησε:
- Είναι η σούπα της σούπας, από τη σούπα της σούπας από την
πάπια, που έφερε ο συγγενής μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου