Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016

Η ζεϊμπεκιά του Διονύση Χαριτόπουλου

Μου ανάψαν τα λαμπάκια σήμερα όταν είδα στο FB σε φωτογραφία να χορεύει ζεϊμπέκικο  ένα κοριτσάκι στον καιρό του. Δεν είναι φίλοι μου όλα για όλους και η ζεϊμπεκιά για τις γυναίκες, αρκεστείτε κυράδες μου στο τσιφτετέλι και στο χορό
της κοιλιάς, καμιά φορά και στον καρσιλαμά, μην τα ισοπεδώνεται όλα. Αφήστε κάτι και για μας.
Για να μην ζορίζω το μυαλό μου άλλο με το θέμα, σας μεταφέρω αυτούσια την διατριβή περί ζεϊμπέκικου του Διονύση Χαριτόπουλου, στην εφημερίδα τα Νέα, 14/9/2002 με τις φωτογραφίες του ΚΑΙ ΚΑΘΗΣΤΕ ΚΑΛΑ
Το ζεϊμπέκικο δύσκολα χορεύεται. Δεν έχει βήματα, είναι ιερατικός χορός με εσωτερική ένταση και νόημα που ο χορευτής οφείλει να το γνωρίζει και να το σέβεται.
Είναι η σωματική έκφραση της ήττας. Η απελπισία της ζωής. Το ανεκπλήρωτο όνειρο. Είναι το «δεν τα βγάζω πέρα». Το κακό που βλέπεις να έρχεται. Το παράπονο των ψυχών που δεν προσαρμόστηκαν στην τάξη των άλλων.
Το ζεϊμπέκικο δεν χορεύεται ποτέ στην ψύχρα ει μη μόνον ως κούφια επίδειξη. Ο χορευτής πρέπει πρώτα «να γίνει», να φτιάξει κεφάλι με ποτά και όργανα, για να ανεβούν στην επιφάνεια αυτά που τον τρώνε. Η περιγραφή της προετοιμασίας είναι σαφής:
Παίξε, Χρήστο, το μπουζούκι,
Ρίξε μια γλυκιά πενιά
Σαν γεμίσω το κεφάλι,
Γύρνα το στην ζεϊμπεκιά
(Τσέτσης)
Ο αληθινός άντρας δε ντρέπεται να φανερώσει τον πόνο ή την αδυναμία του, αγνοεί τις κοινωνικές συμβάσεις και τον καθωσπρεπισμό. Συμπάσχει με τον στοίχο ο οποίος εκφράζει σε κάποιον βαθμό την προσωπική του περίπτωση, γι αυτό επιλέγει το τραγούδι που θα χορέψει και αυτοσχεδιάζει σε πολύ μικρό χώρο ταπεινά και με αξιοπρέπεια. Δεν σαλτάρει ασύστολα δεξιά και αριστερά, βρίσκεται σε κατάνυξη. Η πιο κατάλληλη στιγμή για να φέρει μια μαύρη βόλτα είναι η στιγμή της μουσικής γέφυρας, εκεί που και ο τραγουδιστής ανασαίνει.
Ο σωστός χορεύει άπαξ, δεν μονοπωλεί την πίστα. Το ζεϊμπέκικο είναι σαν το «Πάτερ ημών». Τα είπες όλα με τη μία.
Τα μεγάλα ζεϊμπέκικα είναι βαριά, θανατερά.
Ίσως αύριο χτυπήσει πικραμένα
Του θανάτου η καμπάνα και για μένα
(Τσιτσάνης)

Τι πάθος ατελείωτο που είναι το δικό μου,
Όλοι να θέλουν την ζωή κι εγώ τον θάνατο μου
(Βαμαβακάρης)

Το ζεϊμπέκικο δεν σε κάνει μάγκα, πρέπει να είσαι για να το χορέψεις. Οι τσιχλίμαγκες με το τζέλ που πατάνε ομαδικά σταφύλια στην πίστα εκφράζουν ακριβώς το χάος που διευθετεί η εσωτερική αυστηρότητα και το μέτρο του ζεϊμπέκικου.
Το ζεϊμπέκικο δεν χορεύεται σε οικογενειακές εξόδους ή γιορτές στο σπίτι, απάδει προς το πνεύμα. Πόσο μάλλον όταν υπάρχουν κουτσούβελα που κυκλοφορούν τριγύρω παντελώς αναίσθητα.
Είναι χορός μοναχικός. Όταν το μνήμα χάσκει στα πόδια σου, ο τόπος δεν σηκώνει άλλον. Είναι προσβολή να ενοχλήσει μια ξένη κι απρόσκλητη παρουσία. Γι αυτό κάποιοι ανίδεοι αριστεροί διανοούμενοι ερμήνευσαν την επιβεβλημένη ερημία του χορού με τα δικά τους  φοβικά σύνδρομα, αποκάλεσαν το ζεϊμπέκικο «εξουσιαστικό χορό», που περιέχει, δήθεν, μια «αόρατη απειλή» είδαν φαίνεται, κάποιον σκυλόμαγκα να χορεύει και τρόμαξαν. Όπως, και έναν κυριούλη αν ενοχλήσεις στο βαλσάκι του, κι αυτός θα αντιδράσει.  
Τα ζεϊμπέκικο δεν είναι γυναικείος χορός. 
Απαγορεύεται αυστηρώς σε γυναίκα να εκδηλώσει καημούς ενώπιον τρίτων, είναι σοβαρή προσβολή γι αυτόν που την συνοδεύει. Αν δεν είναι σε θέση να ανακουφίσει τον πόνο της, αυτό τον μειώνει ως άντρα και δεν μπορεί να το δεχτεί. Και στο μάτι δεν κολλάει.
Μια γυναίκα δεν είναι μάγκας, είναι θυλικό ή τίποτα. Κι ένας άντρας, πρώτα αρσενικό και μετά όλα τ’ άλλα. Αυτό είναι το αρχέτυπο. Κι αν το εποικοδόμημα γέρνει καμιά φορά χαρωπά, η βάση μένει ακλόνητη.
Εξαιρούνται οι γυναίκες μεγάλης ηλικίας που μπορεί να έχουν προσωπικά βάσανα: χηρεία ή πένθος για παιδιά. (Κι όμως είδα σπουδαία ζεϊμπέκικα από δύο γυναίκες, την Λιλή Ζωγράφου, που αυτοσχεδίαζε έχοντας αγκαλιάσει τον εαυτό της από του ώμους με τα χέρια χιαστί σαν αρχαία τραγωδός και μια νεαρή πουτάνα σε ένα καταγώγιο των τρικάλων, πιο αυτεξούσια από όλους τους αρσενικούς εκεί μέσα)
Η μεγάλη ταραχή είναι οι χωρικοί. Σε πλατείες χωριών, με την ευκαιρία του τοπικού πανηγυριού ή άλλης γιορτής, κάτι καραμπουζουκλήδες ετεροδημότες χορεύουνε ζεϊμπέκικο στο χώμα, προφανώς για να δείξουν στους συγχωριανούς τους πόσο μάγκες γίνανε στην πόλη.
Οι άνθρωποι της υπαίθρου δεν έχουν μπεί στο νόημα κι ούτε μπορούν να ενοήσουν. Τα δικά τους ζόρια είναι κυκλικά, έρχονται, περνάνε και ξαναέρχονται σαν τις εποχές του χρόνου. Δεν είναι όλη η ζωή ρημάδι. Γι αυτό χορεύουν εξώστρεφα, κάνουν φούρλες, σηκώνουν το γόνατο ή όλο το πόδι, κοιτούν τους γύρω αν τους προσέχουν, χαμογελούν χορεύοντας. Μιλάνε με τον Θεό των βροχών και του ήλιου, όχι τον σκοτεινό θεό του χαμόσπιτου και των καταγωγίων.
 Δεν γίνεται καν λόγος για το τσίρκο που χορεύει επιδεικτικά, σηκώνει τραπέζια με τα δόντια και ισορροπεί ποτήρια στο κεφάλι του. Ή τη φρικώδη καρικατούρα ζεϊμπέκικου που παρουσιάζουν οι χορευτές στις παλιές ελληνικές ταινίες και προσφάτως στα τηλεοπτικά σόου.
Το ζεϊμπέκικο είναι κλειστός χορός, με οδύνη και εσωτερικότητα. Δεν απευθύνεται στους άλλους. Ο χορευτής δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον. Περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, τον οποίο τοποθετεί στο κέντρο του κόσμου. Για πάρτη του καίγεται, για πάρτη του πονάει και δεν επιζητεί οίκτο από τους γύρω. Τα ψαλίδια, τα τινάγματα, οι ισορροπίες στο ένα πόδι είναι για τα πανηγύρια.
Το πολύ να χτυπήσει το δάπεδο με το χέρι «ν ανοίξει η γη να μπει».  Και, όσο χορεύει, τόσο μαυρίζει. Πότε μ ανοιχτά τα μπράτσα μεταρσιώνεται σε αετό που επιπίπτει κατά παντός υπευθύνου για τα πάθη του και πότε σκύβει τσακισμένος σε ικεσία προς την μοίρα και θείο.
Ο Μεγάλος Μητροπάνος
Τα παλαμάκια που χτυπάνε οι φίλοι ή οι γκόμενες καλύτερα να λείπουν. Ο πόνος του άλλου δεν αποθεώνεται. Το πιο σωστό είναι να περιμένουν τον χορευτή να τελειώσει και να τον κεράσουν. Να πιούνε στην υγειά του, δηλαδή να του υγιάνει ο καημός που τον έκανε να χορέψει.
Ειπώθηκε πως το ζεϊμπέκικο σβήνει. Ο αρχαϊκός χορός της Θράκης που τον μετέφεραν οι ζεϊμπέκιδες στη Μικρά Ασία και τον επανάφεραν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες του 1922 έχει ολοκληρώσει τον ιστορικό του κύκλο, δεν έχει θέση σε μια νέα κοινωνία με άλλα αιτήματα και άλλες προτεραιότητες.
Μπορεί και να γίνει έτσι. Αν χαθούν η αδικία, ο έρωτας και ο πόνος, αν βρεθεί ένας άλλος τρόπος που οι άνδρες θα μπορούν να εκφράζουν τα αισθήματα τους με τόση ομορφιά και ευγένεια, μπορεί να χαθεί και τι ζεϊμπέκικο.
Όμως βλέπεις μερικές φορές κάτι παλληκάρια να γεμίζουν την πίστα με ήθος και λεβεντιά που σε κάνουν να ελπίζεις όχι μόνο για τον συγκεκριμένο χορό, αλλά για τον κόσμο ολόκληρο.

Ο μάγκας είναι άντρας σεμνός, καλοντυμένος και μοναχικός. Δεν είναι επιδεικτικό κουτσαβάκι και αλανιάρης. Όπως αναφέρεται  και στο «Μείζον Ελληνικό Λεξικό» «Μάγκας» : έξυπνος και με συμπεριφορά που ταιριάζει σε άντρα»

Άρθρο του Διονύση Χρονόπουλου στην εφημερίδα τα Νέα, 14/9/2002

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου