Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας Βεδουίνος, ο
Αμπντάλα, που είχε πάει μαζί με την γυναίκα του και την κορούλα του σε ένα γάμο
μακριά από το σπίτι του, σε μια άλλη όαση από αυτή στην οποία ζούσε. Για να
φτάσει στο μέρος που θα γινόταν ο γάμος είχε διασχίσει την έρημο, μιας ημέρας
ταξίδι. Ο γάμος κράτησε τρεις ημέρες και τρεις νύχτες και όλοι
διασκέδασαν πολύ
με το χορό, τη μουσική, το τραγούδι, το φαγητό και το πιοτό.
Όταν χάραξε η τέταρτη μέρα ο Αμπντάλα μάζεψε τη
σκηνή του, φόρτωσε την καμήλα του και ξεκίνησε για να γυρίσει στο σπίτι του.
Στα μισά του δρόμου, τους έπιασε η κάψα του μεσημεριού, και έτσι ο Αμπντάλα
αποφάσισε να στήσει τη σκηνή του για να ξεκουραστεί η γυναίκα του και η κορούλα
του που τους είχαν φάει οι ήλιοι και η άμμος της ερήμου όλη την ημέρα. Και έτσι
και έγινε.
Ο Αμπντάλα έστησε τη σκηνή του και μπήκαν όλοι
μέσα. Ήπιανε νεράκι και φάγανε δροσερά φρούτα και μετά αποφάσισαν να ξαπλώσουν
λίγο να κοιμηθούνε, να περάσει και η μεγάλη κάψα του μεσημεριού.
Όταν όμως ξύπνησαν κατάλαβαν το λάθος που είχαν
κάνει. Η καμήλα, που ο Αμπντάλα είχε δέσει στην είσοδο της σκηνής, είχε
εξαφανιστεί. Όσο και αν έψαξε δεν κατάφερε να βρει ίχνος της. Έτσι, αργά το
βράδυ γύρισε στη σκηνή και έπεσε σε έναν ύπνο χωρίς όνειρα.
Το πρωί ξύπνησε με άλλη διάθεση. Είχε κοιμηθεί
καλά και ήταν ξεκούραστος. Ήπιε τον καφέ που του ετοίμασε η γυναίκα του, έπαιξε
λίγο με την κορούλα του και ύστερα τύλιξε καλά το τουρμπάνι του και βγήκε έξω
στην έρημο που ξύπναγε από τον παγωμένο της ύπνο. Πέρασε όλο το πρωί ψάχνοντας
χωρίς αποτέλεσμα. Το μεσημέρι γύρισε κατάκοπος, εξαντλημένος, αλλά κυρίως
απογοητευμένος.
Είχε αρχίσει να ανησυχεί. Στην αρχή είχε πιστέψει
ότι όλα θα πήγαιναν καλά και ότι η καμήλα του θα είχε απομακρυνθεί λίγο, αλλά
σίγουρα θα επέστρεφε. Τώρα είχε περάσει σχεδόν μια ολόκληρη ημέρα και δεν
έβρισκε ίχνος της. Η αλήθεια ήταν ότι φοβόταν μήπως την είχαν φάει τα τσακάλια
το βράδυ.
Ξετύλιξε το τουρμπάνι του, σκούπισε το μέτωπό του
και χαιρέτησε τη γυναίκα του. Η κόρη του έτρεξε στην αγκαλιά του. Έφαγε χωρίς
πολλή όρεξη, αργά και μηχανικά. Ύστερα, χωρίς να πει λέξη, ξάπλωσε να κοιμηθεί
λίγο, να ξεχάσει και να αφεθεί στη σοφία του κόσμου των ονείρων.
Το απόγευμα ξύπνησε με νέα όρεξη. Ήπιε το τσάι
του, έφαγε λίγους χουρμάδες, τυλίχθηκε στο τουρμπάνι του και αφού χαιρέτησε τη
γυναίκα του και την κορούλα του βγήκε έξω. Το σούρουπο γύρισε άπρακτος και
τελείως απογοητευμένος.
Πέρασαν έτσι τρείς ημέρες. Ο Αμπντάλα προσπαθούσε
να μη χάσει την ελπίδα του, όμως το φαγητό και το νερό είχαν αρχίσει πια να
τελειώνουν. Είχαν ξεκινήσει για να κάνουν μιας ημέρας ταξίδι και τώρα είχαν
ξεπεράσει κατά πολύ το πρόγραμμα.
Ήρθε το μεσημέρι και ο Αμπντάλα κάθισε να μοιράσει
το τελευταίο φαγητό και νερό στην οικογένειά του. Για εκείνον δεν κράτησε παρά
τρείς μικρούς χουρμάδες και τρείς γουλιές νερό. Τότε ήταν που άκουσε μια βαριά
ανάσα. Βγήκε έξω από τη σκηνή και τί να δει. Ένας γέρος, αναμαλλιασμένος με
βρώμικα μακριά άσπρα γένια, έτοιμος να καταρρεύσει. Ο ιδρώτας έτρεχε από το
μέτωπό του και τα χείλη του, σκαμμένα από τη δίψα, ψιθύρισαν:
-Νερό, μα τον Αλλάχ, μια γουλιά νερό μόνο.
Τον άρπαξε από το μπράτσο και τον έσυρε μέσα στη
σκηνή. Τον κάθισε σε ένα μαλακό μαξιλάρι και του έδωσε το νερό του και το
φαγητό του. Η γυναίκα του Αμπντάλα λυπήθηκε το γέρο και αυτή με τη σειρά της
του έδωσε και τη δική της μερίδα σε νερό και φαγητό. Αφού έφαγε και ήπιε ο
γέρος, χωρίς να κατορθώσει να ψιθυρίσει περισσότερο από ένα «ευχαριστώ...»,
ξάπλωσε και κοιμήθηκε πάνω στα παχιά χαλιά. Έπεσαν όλοι για ύπνο.
Ο Αμπντάλα είδε ένα όνειρο. Σαν να ήταν ξύπνιος
μέσα στο όνειρό του, όταν εμφανίστηκε ο γέρος στον ύπνο του. Τα άσπρα του
μαλλιά και τα γένια του ανέμιζαν. Τον κοίταξε και ένα ήρεμο φως γέμισε τον
ορίζοντα.
-«Αμπντάλα», είπε ο γέρος και ο λόγος του αντήχησε
σαν μέσα από τα πέρατα του σύμπαντος.
Ο Αμπντάλα μαζεύτηκε από το φόβο του.
-«Είμαι το πνεύμα της Ερήμου», συνέχισε πιο ήρεμα,
«και ήρθα σήμερα για να σε δοκιμάσω. Ήξερα ότι είχες χάσει την καμήλα σου και
ότι το νερό και το φαγητό σου τελείωνε. Ήθελα να δω όμως αν η ψυχή σου είναι
αγνή και αμόλυντη. Ήθελα να δω αν θα λυπόσουνα έναν αδύναμο γέρο και αν θα του
έδινες την τελευταία σου μπουκιά, την τελευταία σου γουλιά».
Ο Αμπντάλα προσπαθούσε να καταλάβει αν αυτό που
έβλεπε ήταν πραγματικό. Το όνειρο ήταν τόσο ζωντανό. Ο γέρος συνέχισε.
-Και πράγματι. Μου έδωσες να φάω και να πιώ,
παρόλο που δεν είχες αρκετό ούτε για εσένα, ούτε για την οικογένειά σου. Η ψυχή
σου είναι ευγενική και αμόλυντη. Και γι’ αυτό θα ανταμειφθείς...
Ο Αμπντάλα ξύπνησε ξαφνικά. Τα λόγια του γέρου
ακόμα έπαλλαν το τύμπανό του. Σηκώθηκε απότομα. Ο γέρος δε βρισκόταν πια μέσα
στη σκηνή. Η γυναίκα του και η κόρη του κοιμόντουσαν βαθιά. Βγήκε έξω από τη
σκηνή και τί να δει! Η καμήλα του βρισκόταν εκεί απέξω. Την πλησίασε και της
χάιδεψε το κεφάλι.
-«Πού ήσουνα αγάπη μου;» τη ρώτησε. «Πού
εξαφανίστηκες;»
Την αγκάλιασε.
Ύστερα παρατήρησε ότι η καμήλα ήταν φορτωμένη.
Άνοιξε με καχυποψία τα σακιά. Στο ένα σακί υπήρχε φαγητό, φρούτα και παστό
κρέας, ενώ δίπλα του κρεμόταν ένα ασκί γεμάτο νερό. Υπήρχαν ακόμα δύο σακιά. Το
ένα ήταν γεμάτο μέχρι πάνω με χρυσά φλουριά, ενώ το άλλο με διαμάντια και
πολύτιμους λίθους.
-«Σε ευχαριστώ», είπε ο Αμπντάλα, «σ’ ευχαριστώ
πνεύμα της ερήμου». Και έκανε νοερά την προσευχή του.
Μέχρι το βράδυ είχαν φτάσει πια στο σπίτι τους.
Όλοι οι συγγενείς και φίλοι είχαν ανησυχήσει και μόλις τους αντίκρισαν τους
γέμισαν αγκαλιές και φιλιά. Ύστερα έκαναν μεγάλο γλέντι που κράτησε μέχρι το
πρωί!
Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου