Λίγοι γνωρίζουν ότι την πιο απόκρημνη ασκητική περιοχή του
Αγίου Όρους, τα «φρικτά Καρούλια», επισκέφθηκε και ο Νίκος Καζαντζάκης.
Μάλιστα, στο έργο του «Αναφορά στον Γκρέκο» κάνει εκτενή αναφορά στο ταξίδι
αυτό:
«Τέλειωνε πια το προσκύνημά μας. Τις παραμονές τού μισεμού,
πήρα τον ανήφορο μοναχός, ν’ ανέβω στ’ άγρια ησυχαστήρια, ανάμεσα στους
βράχους, αψηλά απάνω από τη θάλασσα, στα Καρούλια.
Τρυπωμένοι μέσα σε σπηλιές
ζουν εκεί και προσεύχουνται για τις αμαρτίες του κόσμου, καθένας μακριά από τον
άλλο, για να μην έχουν και την παρηγοριά να βλέπουν ανθρώπους, οι πιο άγριοι,
οι πιο άγιοι ασκητές του Αγ. Όρους. Ένα καλαθάκι έχουν κρεμασμένο στη θάλασσα
και οι βάρκες που τυχαίνει κάποτε να περνούν ζυγώνουν και ρίχνουν μέσα λίγο
ψωμί, ελιές, ό,τι έχουν, για να μην αφήσουν τους ασκητές να πεθάνουν της
πείνας. Πολλοί από τους άγριους αυτούς ασκητές τρελαίνουνται, θαρρούν πως
έκαμαν φτερά, πετούν απάνω από τον γκρεμό και γκρεμίζουνται, κάτω ο γιαλός
είναι γεμάτος κόκκαλα.
Ανάμεσα στους ερημίτες τούτους ζούσε τα χρόνια εκείνα,
ξακουστός για την αγιοσύνη του, ο Μακάριος ο Σπηλαιώτης. Αυτόν κίνησα να δω,
από τη στιγμή που πάτησα στον ιερό βουνό, είχα πάρει την απόφαση να πάω να τον
δω, να σκύψω να του φιλήσω το χέρι και να του ξομολογηθώ. Όχι τα κρίματά μου,
δεν πίστευα να ’χα κάμει έως τότε πολλά. Όχι τα κρίματά μου, παρά την εωσφορική
αλαζονεία, που συχνά μ’ έσπρωχνε να μιλώ με αναίδεια για τα εφτά μυστήρια και
τις δέκα εντολές και να θέλω να χαράξω δικό μου δεκάλογο.
Έφτασα κατά το μεσημέρι στ’ ασκηταριά, τρύπες μαύρες στον
γκρεμό, σιδερένιοι σταυροί καρφωμένοι στους βράχους, ένας σκελετός πρόβαλε από
μια σπήλια, τρόμαξα, σα να ’χε φτάσει κιόλας η Δεύτερη Παρουσία και ξεπρόβαλε ο
σκελετός αυτός από τη Γης και δεν είχε ακόμα προφτάσει να ντυθεί όλες τις
σάρκες του. Φόβος και αηδία με κυρίεψε και συνάμα κρυφός, ανομολόγητος
θαυμασμός, δεν τόλμησα να τον ζυγώσω, τον ρώτησα από μακριά, άπλωσε το ξεραμένο
μπράτσο, αμίλητος, και μου ’δειξε μια μαύρη σπηλιά αψηλά στα χείλια του
γκρεμού.
Πήρα ν’ ανέβαινα πάλι τους βράχους, με καταξέσκισαν τ’
αγκρίφια τους, έφτασα στη σπηλιά. Έσκυψα να δω μέσα, μυρωδιά, χωματίλα και
λιβάνι, σκοτάδι βαθύ, σιγά-σιγά διέκρινα ένα σταμνάκι δεξά, σε μια σκισμάδα του
βράχου, τίποτα άλλο, έκαμα να φωνάξω, μα η σιωπή μέσα στο σκοτάδι ετούτο μού
φάνηκε τόσο ιερή, τόσο ανησυχαστική, που δεν τόλμησα, σαν αμαρτία, σαν
ιεροσυλία μού φάνηκε εδώ η φωνή του ανθρώπου. Είχαν πια συνηθίσει τα μάτια μου
στο σκοτάδι, κι ως τα γούρλωνα και κοίταζα, ένας φωσφορισμός απαλός, ένα
πρόσωπο χλωμό, δύο χέρια σκελεθρωμένα κουνήθηκαν στο βάθος της σπηλιάς κι
ακούστηκε γλυκιά, ξεπνεμένη φωνή:
– Καλώς τον!
Έκαμα κουράγιο, μπήκα στη σπηλιά, προχώρησα κατά τη φωνή.
Κουλουριασμένος χάμω, είχε σηκώσει το κεφάλι ο ασκητής και διέκρινα στο
μεσόφωτο το πρόσωπό του, άτριχο, φαγωμένο από τις αγρυπνίες και την πείνα, με
αδειανούς βολβούς, να γυαλίζει, βυθισμένο σε ανείπωτη μακαριότητα, τα μαλλιά
του είχαν πέσει, έλαμπε το κεφάλι του σαν κρανίο.
– Ευλόγησον, πάτερ, είπα κι έσκυψα να του φιλήσω το
κοκκαλιασμένο χέρι.
Κάμποση ώρα σωπαίναμε, κοίταζα με απληστία την ψυχή τούτη,
που είχε εξαφανίσει το κορμί της, αυτό βάραινε τις φτερούγες της και δεν την
άφηνε ν’ ανέβει στον ουρανό. Ανήλεο, ανθρωποφάγο θεριό η ψυχή που πιστεύει,
κρέατα, μάτια, μαλλιά, όλα του τα ’χε φάει.
Δεν ήξερα τι να πω, από πού ν’ αρχίσω. Σαν ένα στρατόπεδο
ύστερα από φοβερή σφαγή μού φάνταζε το σαράβαλο κορμί μπροστά μου, ξέκρινα
απάνω του τις νυχιές και τις δαγκωματιές του Πειρασμού.
Αποκότησα τέλος:
– Παλεύεις ακόμα με τον Διάβολο, πάτερ Μακάριε; τον ρώτησα.
– Όχι πια, παιδί μου, τώρα γέρασα, γέρασε κι αυτός μαζί μου,
δεν έχει δύναμη, παλεύω με τον Θεό.
– Με τον Θεό! έκαμα ξαφνιασμένος. Κι ελπίζεις να νικήσεις;
– Ελπίζω να νικηθώ, παιδί μου, μου απόμειναν ακόμα τα
κόκκαλα, αυτά αντιστέκουνται.
– Πιο βολικός; έκαμε ο ασκητής και χαμογέλασε με συμπόνια.
– Πιο ανθρώπινος, γέροντά μου.
– Ένας μονάχα δρόμος.
– Πώς τον λέν’;
– Ανήφορο, ν’ ανεβαίνεις ένα σκαλί, από τον χορτασμό στην
πείνα, από τον ξεδιψασμό στη δίψα, από τη χαρά στον πόνο, στην κορφή της
πείνας, της δίψας, του πόνου κάθεται ο Θεός. Στην κορφή της καλοπέρασης κάθεται
ο Διάβολος, διάλεξε.
– Είμαι ακόμα νέος, καλή ’ναι η Γης, έχω καιρό να διαλέξω.
Άπλωσε ο ασκητής τα πέντε κόκκαλα του χεριού του, άγγιξε το
γόνατό μου, με σκούντηξε:
– Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα, πριν σε ξυπνήσει ο Χάρος.
Ανατρίχιασα.
– Είμαι νέος, ξανάπα για να κάμω κουράγιο.
– Ο Χάρος αγαπάει τους νέους, η Κόλαση αγαπάει τους νέους, η
ζωή ’ναι ένα μικρό κεράκι, αναμμένο, εύκολα σβήνει, έχε τον νου σου, ξύπνα!
Σώπασε μια στιγμή και σε λίγο:
– Είσαι έτοιμος; μου κάνει. Αγανάχτηση με κυρίεψε και
πείσμα.
– Όχι! φώναξα.
– Αυθάδεια της νιότης! Το λες και καυχιέσαι, μη φωνάζεις, δε
φοβάσαι;
– Ποιος δε φοβάται; Φοβούμαι. Κι ελόγου σου, πάτερ άγιε, δε
φοβάσαι; Πείνασες, δίψασες, πόνεσες, κοντεύει να φτάσεις στην κορφή της σκάλας,
φάνηκε η πόρτα της Παράδεισος, μα θ’ ανοίξει η πόρτα αυτή να μπεις; Θ’ ανοίξει;
Είσαι σίγουρος;
Δύο δάκρυα κύλησαν από τις κόχες των ματιών του, αναστέναξε
και σε λίγο:
– Είμαι σίγουρος για την καλοσύνη του Θεού, αυτή νικάει και
συχωρνάει τις αμαρτίες του ανθρώπου.
– Κι εγώ είμαι σίγουρος για την καλοσύνη του Θεού, αυτή
λοιπόν μπορεί να συγχωρέσει και την αυθάδεια της νιότης.
– Αλίμονο να κρεμόμαστε μονάχα από την καλοσύνη του Θεού, η
κακία ΤΟΤΕ κι η αρετή θα μπαίναν αγκαλιασμένες στην Παράδεισο.
– Δεν είναι, θαρρείς, γέροντά μου, η καλοσύνη του Θεού τόσο
μεγάλη;
Κι ως το ’πα, άστραψε στον νου μου ο ανόσιος, μπορεί, μα,
ποιος ξέρει, μπορεί ο τρισάγιος στοχασμός πως θα ’ρθει ο καιρός της τέλειας
λύτρωσης, της τέλειας φίλιωσης, θα σβήσουν οι φωτιές της Κόλασης κι ο Άσωτος
Υιός, ο Σατανάς, θ’ ανέβει στον ουρανό, θα φιλήσει το χέρι του Πατέρα και
δάκρυα θα κυλήσουν από τα μάτια του: “Ήμαρτον!” θα φωνάξει και ο Πατέρας θ’
ανοίξει την αγκάλη του: «Kαλώς ήρθες», θα του πει, “καλώς ήρθες, γιε μου,
συγχώρησέ με που σε τυράννησα τόσο πολύ!”.
Μα, δεν τόλμησα να ξεστομίσω τον στοχασμό μου, πήρα ένα
πλάγιο μονοπάτι να του το πω.
– Έχω ακουστά, γέροντα μου, πως ένας άγιος, δε θυμάμαι τώρα
ποιος, δεν μπορούσε να βρει ανάπαψη στην Παράδεισο. Άκουσε ο Θεός τους στεναγμούς
του, τον κάλεσε: “Τι έχεις κι αναστενάζεις;” τον ρώτησε, “Δεν είσαι ευτυχής;”. “Πώς να ’μαι ευτυχής, Κύριε;” του αποκρίθηκε ο
άγιος. “Στη μέση της Παράδεισος ένα συντριβάνι και κλαίει”. “Τι συντριβάνι;”.
“Τι συντριβάνι;”. “Τα δάκρυα των κολασμένων”.
Ο ασκητής έκαμε το σημάδι του σταυρού, τα χέρια του έτρεμαν.
– Ποιος είσαι; έκαμε με φωνή ξεψυχισμένη. Ύπαγε οπίσω μου,
Σατανά!
Έκαμε πάλι τον σταυρό του τρεις φορές, έφτυσε στον αέρα:
– Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά, ξανάπε και η φωνή του τώρα είχε
στερεώσει.
Άγγιξα το γόνατό του, που γυάλιζε γυμνό στο μεσόφωτο, το
χέρι μου πάγωσε.
– Γέροντά μου, του κάνω, δεν ήρθα εδώ να σε πειράξω, δεν
είμαι ο Πειρασμός. Είμαι ένας νέος που θέλει να πιστέψει απλοϊκά, χωρίς να
ρωτάει, όπως πίστευε ο παππούς μου ο χωριάτης. Θέλω, μα δεν μπορώ.
– Αλίμονό σου, αλίμονό σου, δυστυχισμένε. Το μυαλό θα σε
φάει, το εγώ θα σε φάει. Ο αρχάγγελος Εωσφόρος, που εσύ υπερασπίζεσαι και θες
να τον σώσεις, ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στην Κόλαση; Όταν στράφηκε στον Θεό κι
είπε: “Εγώ”. Ναι, ναι, άκου, νεαρέ, και βάλ’ το καλά στον νου σου: Ένα μονάχα
πράμα κολάζεται στην Κόλαση, το εγώ. Το εγώ, ανάθεμά το!
Τίναξα το κεφάλι πεισματωμένος:
– Με το εγώ αυτό ξεχώρισε ο άνθρωπος από το ζώο, μην το
κακολογάς, πάτερ Μακάριε.
– Με το εγώ αυτό ξεχώρισε από τον Θεό. Πρώτα όλα ήταν ένα με
τον Θεό, ευτυχισμένα στον κόρφο του. Δεν υπήρχε εγώ και συ κι εκείνος, δεν
υπήρξε δικό σου και δικό μου, δεν υπήρχαν δυο υπήρχε ένα, το Ένα, ο Ένας. Αυτός
είναι η Παράδεισος που ακούς, κανένας άλλος, από κει ξεκινήσαμε, αυτόν θυμάται
και λαχταρίζει η ψυχή να γυρίσει, βλογημένος ο θάνατος! Τι ’ναι ο θάνατος
θαρρείς; Ένα μουλάρι, το καβαλικεύουμε και πάμε.
Μιλούσε κι όσο μιλούσε το πρόσωπό του φωτίζουνταν, γλυκό,
ευτυχισμένο χαμόγελο ξεχύνουνταν από τα χείλια του κι έπιανε όλο του το
πρόσωπο. Ένιωθες βυθίζοντας στην Παράδεισο.
– Γιατί χαμογελάς, γέροντά μου; – Είναι να μη χαμογελώ; μου
αποκρίθηκε. Είμαι ευτυχής, παιδί μου. Κάθε μέρα, κάθε ώρα, γρικώ τα πέταλα του
μουλαριού, γρικώ τον Χάρο να ζυγώνει.
Είχα σκαρφαλώσει τα βράχια για να ξομολογηθώ στον άγριο
τούτον απαρνητή της ζωής, μα είδα ήταν ακόμα πολύ ενωρίς, η ζωή μέσα μου δεν
είχε ξεθυμάνει, αγαπούσα πολύ τον ορατό κόσμο, έλαμπε ο Εωσφόρος στο μυαλό μου,
δεν είχε ακόμα αφανιστεί μέσα στην τυφλωτική λάμψη του Θεού. Αργότερα,
συλλογίστηκε, σα γεράσω, σαν ξεθυμάνω, σαν ξεθυμάνει μέσα μου κι ο Εωσφόρος.
Σηκώθηκα. Άσκωσε ο γέροντας το κεφάλι.
– Φεύγεις; έκαμε. Άε στο καλό, ο Θεός μαζί σου.
Και σε λίγο, περιπαιχτικά:
– Χαιρετίσματα στον κόσμο.
– Χαιρετίσματα στον ουρανό, αντιμίλησα. Και πες στον Θεό, δε
φταίμε εμείς, φταίει αυτός που έκαμε τον κόσμο τόσο ωραίο»
Αναζητώντας φωτογραφίες για ερημίτες βρήκα αυτή του
Κωνσταντίνου Μπαλάφα. Όταν φιλοξενούνταν στα Μετέωρα και τον ξεναγούσα στα βράχια και στα ασκηταριά της
βραχοπολιτείας με είχε κάνει θέμα του.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου