Λένε πως ο Εβραίος όταν δεν έχει δουλειά να κάνει κοιτά τα βερεσέδια του και εγώ όταν δεν έχω κάτι καλύτερο σκαλίζω στα αρχεία μου που είναι ψηφιοποιημένα. Όταν όμως εκτός από ίντερνετ δεν έχω και ηλεκτρικό ρεύμα, τότε κρυώνω και ξεφυλλίζω τα λιγοστά έντυπα που έχω ακόμη, αφού την βιβλιοθήκη μου, την έκανα φύλο και φτερό πριν από λίγα χρόνια, τότε που ο χάρος μου ψιθύριζε στο αυτί πως τζάμπα την κατέχω. Βρήκα λοιπόν ένα κειμενάκι από το 1995 το οποίο εκδόθηκε από το Κέντρο Νεότητος της Ενορίας Δαμανίων που διακονούσα τότε. Συγκινήθηκα και το αναδημοσιεύω επειδή είναι πάντα επίκαιρο. Για αύριο προγραμμάτισα ένα διήγημα Χριστουγεννιάτικο του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη. Εύχομαι χρόνια πολλά σε όλους τους Αναγνώστες του Πυθαγόρα που με τιμούν με την παρουσία τους σε αυτόν τον ιστότοπο.
Οι δρόμοι της Αθήνας ήταν ακόμη
έρημοι. Χαράματα χειμωνιάτικης μέρας. Ο αγαθός λευίτης βάδιζε για την εκκλησία
του, όπου θα έψελνε τον Όρθρο.
Ξάφνου, μία μισοσβησμένη φωνή,
από τη γωνιά του δρόμου τον σταματά.
Ήταν ένας ρακένδυτος γέρος
ζητιάνος, πού άπλωνε το ισχνό χέρι του, ζητώντας βοήθεια.
Ο παπάς, πατέρας πολυμελούς
οικογενείας, του κάκου ψάχνει και ξαναψάχνει τις τσέπες του. Δεν βρίσκει ούτε
πεντάρα. Λυπάται πολύ γι’ αυτό.
Τότε, αυθόρμητα, σκύβει στο
ζητιάνο, αδράχνει με τα ζεστά πατρικά του χέρια το σκελετωμένο χέρι πού
απλωνόταν, το σφίγγει και με φωνή γεμάτη αγάπη και συμπόνια, λέει.
-Αδελφέ μου, δε βρίσκω τίποτε να σου δώσω. Θα
ξαναπεράσω να σε βρω, σαν θ’ αχω κάτι για σένα.
Τα ζεστά χέρια του παπά θέρμαναν
το παγωμένο χέρι του ζητιάνου. Η απαλή και στοργική φωνή του γλύκανε σαν χάδι
τη βασανισμένη καρδιά. Κι ο ζητιάνος τότε, με νέα φωνή απαντά.
-Δέσποτα, μούδωσες το πάν. Νάξερες πόσα χρόνια είχε
να πιάσει ανθρώπινο χέρι το δικό μου.