Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2016

Ιντά ΄ναι οι μαντινάδες

Πολλοί ρωτούν να μάθουνε, ιντά ΄ναι οι μαντινάδες:
Χαρές, αγάπες και καημούς, μέσα σε δυο αράδες.




Συστηματική μελέτη που να δείχνει υπεύθυνα την παλαιότητα της μαντινάδας στην Κρήτη δεν έχει γίνει. Ας αρχίσουμε από την διαδικτυακή Βικιπαίδεια και το λεξικό του Μπαμπινιώτη.

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η μαντινάδα ή πατινάδα ή κοτσάκι είναι ποίημα που αποτελείται από δυο στίχους που συνήθως είναι δεκαπεντασύλλαβοι σε ομοιοκαταληξία ή και τέσσερα ημιστίχια που δεν ομοιοκαταληκτούν απαραίτητα. Αποτελεί μέσο αυθόρμητης λαϊκής έκφρασης σε αρκετά μέρη της Ελλάδας, κυρίως όμως ως κατηγορία του νησιώτικου ελληνικού τραγουδιού στην Κρήτη, που είναι ξακουστή για τις μαντινάδες της.
Αυτό το είδος της έμετρης λαϊκής έκφρασης στις Κυκλάδες και ιδιαίτερα στην Απείρανθο της Νάξου λέγεται "κοτσάκι" (π.χ. "Με κοτσάκια φανερώνω, / της αγάπης μου τον πόνο"!) Αντίστοιχα ονόματα αυτού του είδους είναι επίσης τα λιανοτράγουδα, οι ρίμες, οι παρόλες τα "στιχάκια" ή τα "δίστιχα" άλλων περιοχών της Ελλάδας.
Ειδικότερα, η κρητική μαντινάδα διακρίνεται για την ιδιάζουσα έκφραση, το μεστό της φράσης και αντανακλά τα αισθήματα, τη σκέψη και τη ζωή του κρητικού λαού. Αντλεί τη θεματολογία της από ποικίλους τομείς και ανάλογα διακρίνονται σε σκωπτικές μαντινάδες, ερωτικές, ευκαιριακές και φιλοσοφικές. Είτε ως φιλοσοφία, είτε εκφράζοντας παράπονο , η μαντινάδα επί αιώνες συνοδεύει τους Κρητικούς σε όλες τους τις στιγμές και στις εκδηλώσεις, στο σημείο που όσοι δεν είναι από την Κρήτη την θεωρούν αποκλειστικά κρητική ποιητική δημιουργία.
 Σύμφωνα με το «Λεξικό Νέας Ελληνικής» του Γ. Μπαμπινιώτη: «Μαντινάδα = αυτοσχέδιο κατά κανόνα ομοιοκατάληκτο δίστιχο με ερωτικό, περιπαικτικό κλπ περιεχόμενο.  ΕΤΥΜ: < βεν. matinada  <  πρωινό ερωτικό τραγούδι < ιταλικά  mattino = «πρωί», πβ γαλλ. matin < λατιν. matutinum < Matula = θεά του πρωινού». Σύμφωνα με το ίδιο λεξικό: <<Πατινάδα = ερωτικό μουσικό κομμάτι που τραγουδιέται με συνοδεία κιθάρας στους δρόμους τη νύχτα, στην Κρήτη η μαντινάδα, το ερωτικό δίστιχο.  ΕΤΥΜ: < μα(ν)τιναδα με την επίδραση του διαλεκτ. πατινός = ο τελευταίος (<πάτος), επειδή αυτό το είδος τραγουδιού ήταν το τελευταίο στα γλέντια>>. Ωστόσο όλα αυτά είναι εκτός πραγματικότητας, γιατί:  α) Άλλο είδος ποίησης είναι η μαντινάδα και άλλο η πατινάδα, όπως θα δούμε πιο κάτω (βλέπε «Ποιητικές μορφές»). Πέραν αυτού στην Κρήτη η λέξη πατινάδα δε χρησιμοποιείται, είναι άγνωστη. β) Η λέξη μαντινάδα έχει το σύμπλεγμα ντ,  που δεν το έχουν οι λέξεις:  mattino, matinada, Matula κλπ,  καθώς και η λέξη πατινάδα, άρα οι λέξεις αυτές δεν έχουν ετυμολογική σχέση με τη λέξη μαντινάδα. Έπειτα η βενετσιάνικη λέξη «matinada = πρωινό ερωτικό τραγούδι» (mattinata, από το mattina = υποκοριστικά mattino = το πρωί, πρωινό, λατινικά mane) έχει έννοια που δε συνάδει προς αυτή της λέξης «μαντινάδα», αφού η μαντινάδα δε λέγεται μόνο το πρωί ή μόνο με κιθάρα, αλλά όλες τις ώρες της ημέρας και σε όλες τις ώρες του γλεντιού κλπ και επίσης με όλα τα άλλα μουσικά όργανα, δηλαδή και με μαντολίνο και με λύρα, και με λαούτο κλπ.

 

 Μαντινάδα λοιπόν, λέγεται το ποίημα που αποτελείται από δυο δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους με ολοκληρωμένο νόημα  και συνάμα μαντατεύει κάτι, δηλαδή στέλνει ένα μαντάτο = κρητικά το μήνυμα, η απόκριση ή η είδηση κλπ, που στέλνει κάποιος στην αγαπημένη του και το αντίθετο, διαφορετικά έχουμε άλλου είδους ποίημα:  μοιρολόι, νανούρισμα κλπ, πρβ:


K' εβάλθηκα ν' απαρνηθώ του Παλατιού τη στράτα,
και να μακρύνω απ' την καρδιάν τσ' αγάπης τα μαντάτα ….

Μ’ ας πάγω στο σκολειό κι εγώ, κι ύστερα να γυρέψω
Τον κύρη του τον Νικολό να τονε μαντατέψω.

Απλά και κατ’ επέκταση  μαντινάδα λέγεται κάθε δίστιχο με δεκαπεντασύλλαβους και ομοιοκατάληκτους στίχους και ως εξ αυτού λέγεται:

Στην Κρήτη πάει η λεβεντιά και η αντρειοσύνη αντάμα
και μαντινάδα γίνεται το γέλιο και το κλάμα.

Η μαντινάδα κανονικά είναι δίστιχη ρίμα,  που είναι είδος ποιήματος που δημιουργήθηκε στην Κρήτη επί εποχής ενετοκρατίας της (1204 – 1669) και γι’ αυτό και φέρει ιταλογενή ονομασία: ρίμα/ριμάδα = ιταλικά rimare / rima 
 Η λέξη μαντινάδα είναι κρητική, όμως παράγεται από το ιταλικό ρήμα mando/ mandare.  Από τα ιταλικά είναι και οι λέξεις: σερενάδα από το serenata, καντάδα, από το cantata κ.α.

Η μαντινάδα καταρχήν συνδέθηκε  με τους χρησμούς, τον κλήδονα, καθώς και με τη συνήθεια των Κρητών και ιδιαίτερα των νέων να  μαντατεύουν, δηλαδή να στέλνουν ο ένας στον άλλο διάφορα μαντάτα (μηνύματα) εκφράζοντας ποιητικά τα συναισθήματά τους (αγάπη, έρωτα, ευχές, καρδιοχτύπια κλπ), αλλά και τα νέα τους, τα πάσης φύσεως μαντάτα:

Η μαντινάδα τη δουλεία του τηλέγραφου κάνει
πέμπει ο νιος τα σήματα κι η κοπελιά τα πιάνει (Γ. Λέκας)

Γελάς κι ανθίζουν γιασεμιά και βγαίνουνε τ’ αστέρια,
κι’ όλου του κόσμου τσι χαρές κρατείς στα δυο σου χέρια


Η μαντινάδα είναι αφενός κρητικό είδος ποίησης και αφετέρου  η βάση της κρητικής μουσικής και κατ΄ επέκταση της κρητικής όρχησης. Όλοι οι Κρητικοί χοροί: Σιγανός, Πεντοζάλης, κλπ  εκτελούνται με συνοδεία μαντινάδων, των οποίων το μέτρο είναι ανάλογα με το σκοπό ή άλλως  μέτρο του χορού που συνοδεύουν.

Ό,τι και να 'χει ο Κρητικός με λόγια δεν το λέει,
 με μαντινάδες χαίρεται, με μαντινάδες κλαίει!"

Χαίρομαι που ‘μαι Κρητικός κι όπου σταθώ το λέω.
με μαντινάδες χαίρομαι, με μαντινάδες κλαίω. (μαντινάδες Μαλεβιζώτη)

Να πας να βρεις ένα παππά μεγάλο ξεμολόγο
Και πες του πως μ’ αρνήθηκε χωρίς κιανένα λόγο (μαντινάδα σιγανού)

Το στοιχείο όμως που κάνει την κρητική μαντινάδα να είναι μοναδική, -σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ελλάδα, αν εξαιρέσουμε τα πολυφωνικά τραγούδια της Ηπείρου, ή τα μοιρολόγια στην Πελοπόννησο- είναι ότι συνεχίζει να δημιουργείται.
Η συνεχής δημιουργία στην ποίηση και τη μουσική όσον αφορά στις Κρητικές μαντινάδες είναι ένα παράδοξο φαινόμενο: κατά γενικό κανόνα η διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς ενός τόπου εξαρτάται από διάφορους παράγοντες. Όταν αυτοί οι παράγοντες αρχίζουν σιγά-σιγά να διαφοροποιούνται, σταματά συνήθως και η «αυθεντική» δημιουργία. Συνήθως, ενδογενείς ή εξωγενείς παράγοντες που επιδρούν στις πολιτιστικές και κοινωνικές αλλαγές είναι η γεωγραφική θέση του τόπου, οι επαφές και αλληλοεπιδράσεις άλλων πολιτιστικών στοιχείων και η αλλαγή του τρόπου ζωής και επικοινωνίας μεταξύ των ατόμων.


Το παράδοξο με την Κρήτη είναι ότι, αν και απομονωμένη γεωγραφικά από την υπόλοιπη Ελλάδα –δια θαλάσσης- έχει άμεση επικοινωνία με αυτήν και με τον κόσμο ολόκληρο. Αν και έχει επικοινωνία και συμμετέχει ενεργά στις σύγχρονες τάσεις πολιτισμικών και τεχνολογικών αλλαγών, καταφέρνει να διατηρεί και να «παντρεύει» τον παραδοσιακό με το σύγχρονο τρόπο ζωής, ιδιαίτερα σε απομονωμένα –φαινομενικά- ορεινά χωριά. Χαρακτηριστικές είναι οι παρακάτω μαντινάδες:

Σύγχρονο υπολογιστή θα βάλω στο μιτάτο
Να πέμπω με το Internet το γάλα των προβάτω

Η παγκοσμιοποίηση, την Κρήτη δεν τη πιάνει.
Γιατί σε κάθε εποχή, νέα βλαστάρια βγάνει.

Παντέρμη Κρήτη πού ΄σουνα δασκάλα των αρμάτω
κι εδά ΄σαι χεροπόδαρα δεμένη μες στο ΝΑΤΟ


Στην Κρήτη οι μαντινάδες παρουσιάζουν μεγάλη άνθιση και έχει καθιερωθεί ως ένα από τα βασικότερα μέσα έκφρασης συναισθημάτων. Οι βασικοί φορείς της μαντινάδας είναι οι λυράρηδες, οι ριμαδόροι αλλά και ο απλός κόσμος .
Για να χαρακτηριστεί ένα δίστιχο μαντινάδα πρέπει να πληροί ορισμένες προϋποθέσεις:
1) Να είναι γραμμένο στην Κρητική γλώσσα.
2) Να έχει λογικό νόημα.
3) να διαθέτει ποιητικά στοιχεία, όπως πρωτοτυπία, ευρηματικότητα, φαντασία, αλληγορία και να δημιουργεί εικόνες.

Η μαντινάδα είναι ένα ποίημα σταθερής μορφής που ολοκληρώνεται σε δύο στίχους. Αυτό το είδος ποίησης είναι εύλογα πολύ δύσκολο, επειδή οι σκέψεις και το συναίσθημα πρέπει να εκφραστούν με πληρότητα μέσα σε ασφυκτικά όρια λέξεων.
Οι χασμωδίες και οι επαναλήψεις λέξεων στην ίδια μαντινάδα πρέπει να αποφεύγονται. Αυτός είναι και ο λόγος που οι καλές μαντινάδες είναι λίγες.
Η μαντινάδα είναι η δημοτική ποίηση της Κρήτης, που δεν ζει στα βιβλία αλλά μέσα στο λαό, φυσική και απροσποίητη, αφού έρχεται από τη ζωή του, εκφράζει το χαρακτήρα του, την πνευματική του ανάπτυξη και το ήθος του, με φραστική δύναμη που αναβλύζει απ’ την κρυστάλλινη και πεντακάθαρη πηγή της γλώσσας, δίχως τίποτε το ψεύτικο και το περίτεχνο.
Οι μαντιναδολόγοι ή ριμαδόροι είναι περιζήτητοι στις παρέες. Όταν στο ίδιο γλέντι τυχαίνει να συναντηθούν δύο ή και περισσότεροι τότε έχουμε φοβερές κόντρες, τα λεγόμενα «ντρακαρίσματα» ή «κοντραρίσματα». Στα ντρακαρίσματα κάθε μαντινάδα έρχεται σαν απόκρουση ή γελοιοποίηση εκείνης που ειπώθηκε από τον αντίπαλο πρωτύτερα.

Τα νιάτα εχούνε την ορμή, τα γηρατειά την πείρα
Ήντα το κάμεις το καρφί ανε σου λείπει η σφύρα

Αετός απούνε δυνατός και νταγιαντά στο πόνο
Πετά ψηλά πολύ ψηλά μια φτερούγα μόνο

Αετός σα χάσει τα φτερά και χάμε στραταρίζει
Μπορεί κι ένας ατσέλεγας να τονε φοβερίζει 

Την Μαντινάδα που έχω στην κορυφή επειδή με εκφράζει απόλυτα, δείτε την να εκτελείτε στο βίντεο.