Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016

Σκέψεις στη βροχή

Κοίταζε έξω από το παράθυρο.

Η βροχή έπεφτε τόσο δυνατά που  νόμιζε πως θα σπάσει το τζάμι!
Πάντα της άρεσε η βροχή και το χιόνι, γενικά την ενθουσίαζε ο χειμώνας.
Είχε ζητήσει
από τον μικρότερο αδερφό της να μην την ενοχλήσει απόψε. Τα τελευταία χρόνια της άρεσε συχνά πυκνά να μένει στο δωμάτιο μόνη.
Αυτή και οι σκέψεις της!
Ο νους της την ταξίδεψε αρκετά χρόνια πίσω, όταν ήταν περίπου 12 ετών. Είχαν περάσει 7 χρόνια. Θυμήθηκε τους γονείς της να τους ξυπνούν αυτήν και τον αδερφό της γεμάτοι χαρά. Θα πήγαιναν στο χωριό, στη γιαγιά, να κάνουν μαζί γιορτές.
´Ήταν σαν και απόψε... προπαραμονές Χριστουγέννων!
Από τις λίγες φορές που ξύπνησαν τόσο χαρούμενοι.
Διακοπές όλοι μαζί τέλεια!
Ξεκίνησαν γύρω στις 5.00 το πρωί.
Έξω έριχνε σαν και απόψε...δυνατή βροχή.

Βγήκαν στην Αχαρνών και σε λίγη ώρα ήταν Εθνική οδό.
Ο αδερφός της την ρωτούσε για το τι δώρο άραγε θα τους έφερνε και φέτος ο Αι Βασίλης.
Ήταν δυο χρόνια μικρότερός της και ήξερε καλά και αυτός και εκείνη ότι δεν υπήρχε, αλλά το έλεγε επίτηδες για να ακούσουν οι γονείς μήπως και το ξέχασαν!
Το χωριό ήταν λίγο πιο έξω από την Θεσσαλονίκη, ήθελαν αρκετή ώρα για να φτάσουν.
Οι γονείς της φαίνονταν τόσο ευτυχισμένοι, γελούσαν συνέχεια και πείραζε ο ένας τον άλλον. Από αυτά τα πειράγματα που κάνουν μεταξύ τους οι μεγάλοι!
Ένας κεραυνός που έπεσε έξω την έκανε λίγο να βγει από τις σκέψεις της, αλλά την ίδια στιγμή ξαναμπήκε σε αυτές. Άκουγε την φωνή της μητέρας της να λέει δυνατά, "πρόσεχε Γιάννη...το φορτηγό..... έρχεται  πάνω μας"
Οι σκέψεις είχαν επανέλθει. Τόσο επώδυνες όπως πάντα.
Στα αυτιά της ακούει ακόμα τον ήχο από τις σπασμένες λαμαρίνες και από εκεί κενό......
Θυμάται τον εαυτό της να ξυπνά μετά από μέρες σε κάποιο νοσοκομείο.
Δίπλα της σε μια καρέκλα η γιαγιά της.
Φαινόταν σαν ήταν ξαφνικά 100 χρόνων, ενώ ήταν μόνο 58.
Της κρατούσε το χέρι και της είπε με λυγμούς ότι οι γονείς είχαν "φύγει", σ' αυτό το καταραμένο δυστύχημα. Ότι από εδώ και πέρα θα φρόντιζε εκείνη γι' αυτήν και τον αδερφό της, που ευτυχώς δεν είχε πάθει τίποτα. Συνέχισε να τις λέει πως οι γονείς της έφυγαν τόσο άδικα, γιατί κάποιος φορτηγατζής αποπειράθηκε  να  προσπεράσει  έναν συνάδελφο του πάνω σε μια στροφή.

Μια αστραπή που έλαμψε το σκοτεινό της δωμάτιο την επανάφερε στην πραγματικότητα.
Τα μάγουλά της ήταν υγρά απ' τα δάκρυα που έτρεχαν τόση ώρα.
Έβγαλε το βλέμμα της από το παράθυρο και κοίταξε το ρολόι της.
Πλησίαζε 5.00 το πρωί.
Προπαραμονή Χριστουγέννων!
Όπως τότε..
Τώρα όμως όλα ήταν διαφορετικά!
Κύλησε τις ρόδες από το αναπηρικό της καροτσάκι και βγήκε από το δωμάτιο.
Πέρασε από το δωμάτιο του αδερφού της. Κοιμόνταν.
Είχε τουλάχιστον αυτόν!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου