Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016

Υπηρέτρα Αλεξ. Παπαδιαμάντη

Βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων του έτους... το Ουρανιώ το Διόμικο, κόρη δεκαοχτώ χρονών, εκλείσθη εις την οικίαν της ενωρίς, διότι ήταν μόνη.
Ο πατέρας της, ο άτυχος μπάρμπα -Διόμας, εμποροπλοίαρχος άλλοτε, κατάντησε να γίνει βαρκάρης τώρα στα γεράματα. Είχε μπει στην βάρκα του κατά το μεσημέρι, να περάσει απέναντι στην νήσο Τσουγκριά, τρία μίλια μακριά και να

μεταφέρει από ‘κει μερικές προμήθειες για τη γιορτή που ξημέρωνε. Υποσχέθηκε στην κόρη του ότι θα γύριζε πριν νυχτώσει, αλλά να που νύχτωσε κι ακόμη δεν εφάνη.
Η νέα ήταν ορφανή από μητέρα. Η μόνη θεία της, που της κρατούσε άλλοτε συντροφιά, αφού τα σπίτια τους χωρίζονταν μ’ ένα τοίχο, μάλωσε κι αυτή μαζί της για δύο στρέμματα χωράφι και δεν μιλιούνταν πια. Το Ουρανιώ κάθισε λοιπόν κοντά στην φωτιά και περίμενε τον πατέρα της, με τεντωμένο πάντοτε τ’ αυτί σε κάθε θόρυβο, στα χαρούμενα άσματα των παιδιών που περνούσαν το δρόμο, πάντα ανυπόμονη...
Οι ώρες περνούσαν και ο φτωχός γέροντας δεν εφαίνετο. Το Ουρανιώ αποφάσισε να μην πλαγιάσει, αλλ’ έμενε κάπως μισοπλαγιασμένη κοντά στο τζάκι.
Πέρασαν μεσάνυχτα κι άρχισαν να αντηχούν οι καμπάνες των ναών, που καλούσαν τους χριστιανούς στην ευφρόσυνη της εορτής ακολουθία.
Η καρδιά του κοριτσιού κόπηκε μέσα της. - Πέρασαν τα μεσάνυχτα, είπε, κι ο πατέρας μου!...
Την ίδια στιγμή τότε άκουσε θόρυβο και φωνές απ’ έξω. Η γειτονιά είχε ξυπνήσει κι’ όλοι ετοιμάζονταν για την εκκλησία.
Η δύστυχη Ουρανιώ δεν άντεξε, αλλά τόλμησε να βγει στο σκεπαστό του σπιτιού.......
Μια γειτόνισσα φλύαρη και φωνακλού, είχε ξυπνήσει πρώτη και με τις φωνές της ξύπναγε όλους τους γείτονες, στην προσπάθεια να ξυπνήσει τον άνδρα της και τα παιδιά της......
Η πόρτα του σπιτιού τους απέναντι από την πόρτα του μπάρμπα -Διόμα. Το Ουρανιώ έβλεπε καθαρά απέναντι της τη γυναίκα εκείνη, να κρατάει το φανάρι και να φωτίζει τα σκοτάδια του δρόμου για τους διαβάτες και τους γείτονες, γιατί το σκοτάδι ήταν βαθύ κι ένας ελαφρός άνεμος αρκετός για να μεταφέρει από τα χιονοσκέπαστα βουνά το ψύχος στις φλέβες των ανθρώπων.
Εκείνη τη στιγμή πέρασε ένας άνθρωπος που σαν τον είδε και τον αναγνώρισε η Ουρανιώ δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει.
-Πώς! Κι ο Αργυράκης πάει στην εκκλησιά, ψιθύρισε.
Ο Αργυράκης της Γαρουφαλιάς, πού είχε το προνόμιο δίπλα στ’ όνομα του να βάζουν και της γυναίκας του, είχε πει κάποτε κι από τότε ο λόγος έμεινε παροιμιώδης: «Όποτε πάω στην εκκλησιά, βάγια μοιράζουνε» Αλλά τη φορά αυτή το ξύπνησε δια της βίας η Γαρουφαλιά και τον διέταξε να πάει στην εκκλησιά, γιατί είδε κακό όνειρο......
Ο υπάκουος Αργυράκης, σηκώθηκε, φόρεσε στο κεφάλι του το σκούφωμα του, πέρασε στα πόδια τα πέδιλα του και βγήκε στο δρόμο.
Την ίδια ώρα είχε βγει από απέναντι κι ο Νταραδήμος κι έπιασε κουβέντα με τον Αργυράκη της Γαρουφαλιάς.
-Τώρα μ’ αρέσεις, γείτονα, του λέει. Μη είσαι αλιβάνιστος.....
-Τι να κάνουμε, γείτονα, απάντησε ταπεινά ο Αργυράκης.
Και ο Νταραδήμος κατηφόρισε στο δρόμο με τη γυναίκα του να προπορεύεται και να κρατάει πάντα το φανάρι.
-Δεν ξέρουμε, να ήρθε τάχα ο γείτονας; είπε τη στιγμή εκείνη η Νταραδήμαινα ρίχνοντας ένα εκφραστικό βλέμμα προς το σπίτι του Μπάρμπα‑Διόμα.
-Σωπάστε, είπε ο Αργυράκης, βάζοντας το δάκτυλο στο στίμα. Είπαν πώς βούλιαξε......
-Τι; είπε η γυναίκα του Νταραδήμου.
Ο Αργυράκης ήταν έτοιμος να διηγηθεί πώς και πού το άκουσε, αλλά τη στιγμή εκείνη ακούστηκε από το σιωπηλό σπίτι μία γοερή και σπαρακτική φωνή.
Από το σκεπαστό χαγιάτι, η δύστυχη Ουρανιώ είχε ακούσει το λόγο του Αργυράκη κι άφησε την κραυγή εκείνη.
Η άστοργη θεία, πού εδώ και παραπάνω από χρόνο δεν είχε πει «καλημέρα» στην ανηψιά της, άκουσε την κραυγή, ξέχασε τότε τα δύο στρέμματα χωράφι κι έτρεξε να βοηθήσει το πονεμένο κορίτσι.
Κατά το μεσημέρι της ίδιας μέρας, ο ατυχής μπάρμπας - Δίομας είχε φορέσει ως τ’ αυτιά το παμπάλαιο φέσι του, είχε ντυθεί την τσάκα του και τη χοντρή μάλλινη βράκα του και κατέβηκε στο γιαλό. ΄Έλυσε τη μικρή, ελαφρότατη και μισοσαπισμένη βράκα του και πιάνοντας τα κουπιά έβαλε πλώρη για το νησάκι της Τσουγκριάς.
Μόνη η Ουρανιώ στο σπίτι και μόνος ο μπάρμπα Διόμας στην βάρκα του ναύτης ο ίδιος και κυβερνήτης.
Θαλασσινός από τα δώδεκα του χρόνια, ο μπάρμπας - Διόμας απέκτησε το ένα πίσω από τ’ άλλο σκούνες, γολέττες, και βρίκια, ύστερα υποβιβάστηκε σε μπρατσέρα και τέλος έμεινε κύριος στη μικρή αυτή βάρκα με την οποία έκανε μικρές αλιευτικές εκδρομές ή δρομολόγια μικρών αποστάσεων. Τα περισσεύματα των κοπών του τα έφαγαν άλλοι φίλοι, που κι αυτοί ατύχησαν στις θαλασσινές του επιχειρήσεις...
Πότε -πότε, όταν του έλειπε συνομιλητής, ο μπάρμπα -Διόμας έλεγε τα παράπονά του στους ανέμους και στα κύματα.
Πήγα δα και στην Αθήνα, σ’ εκείνο το ιππομαχικό και μου ‘δωσαν, λέει, δύο σφάκελα, να πάω στο Σοκομείο να παρουσιαστώ στην Πιτροπή. Πήγα και στην Πιτροπή, ο ένας γιατρός με ηύρε γερό, ο άλλος σακάτη, κι αυτοί δεν ήξεραν... ύστερα γύρισα στο υπουργείο, και μου είπαν :<<σύρε σπίτι σου κι εμείς θα σου στείλουμε τη σύνταξή σου>>... Σηκώνομαι φεύγω, γυρίζω στο σπίτι μου καρτερώ ... είδες εσύ σύνταξη (ρωτούσε τάχα τον ακροατή του) , άλλο τόσο κι εγώ. Επήρα κι εγώ την πηρέτρα και πασχίζω να βγάλω το ψωμί μου
Πηρέτρα ή υπηρέτρα ήταν το όνομα της βάρκας που αυτός της είχε δώσει.
Και σταματώντας το μονόλογο ο μπάρμπα-Διόμας, άρχιζε να τραγουδάει με την τραχιά και μονότονη φωνή του:
Βασανισμένο μου κορμί,
τυραγνισμένα νιάτα!...
και δεν έλεγε άλλο στίχο.
Όταν έφτασε στο όμορφο νησί της τσουγκριάς, ο μπάρμπα- Διόμας φόρτωσε πάνω στην « Υπηρέτρια» 5 ή 6 ζευγάρια όρνιθες, κοφίνια με αυγά και τυρί, δυο ή τρεις γαλοπούλες και μερικά άλλα πράγματα κι ετοιμαζόταν να λύσει το σκοινί της βάρκας και να ξεκινήσει. Αλλά τη στιγμή εκείνη έφτασε ο κουμπάρος του ο Σταθαρός, ο βοσκός της Τσουγκριάς, και τον παρακάλεσε να του κάνει τη χάρη να παραλάβει στη βάρκα του συνεπιβάτη ένα πουλάρι, έτοιμο για σαμάρι, και να το πάει σ’ ένα από τους πολυάριθμους κουμπάρους του, στη Σκιάθο.
Ο μπάρμπα-Διόμας υπολόγισε το βάρος, έριξε δισταχτικό Βλέμμα στο μικρό χώρο και την ελαφρότητα της<<Υπηρέτρας>>, αλλ’ από την άλλη μεριά σκέφτηκε, ότι μια δραχμή ο ναύλος από το πουλάρι, ήταν κάτι γι’ αυτόν, ο καπνός και το κρασί για τις τρεις αργίες των Χριστουγέννων, και τελικά αποφάσισε να πάρει μαζί του τον πώλον.
Ο κουμπάρος Σταθαρός ευχαριστημένος τον φίλεψε μερικά αβγά, μια μυζήθρα και ο μπάρμπα-Διόμας επιβίβασε το ζώο στη βάρκα, πήρε στα χέρια τα κουπιά κι έβαλε πλώρη για το λιμάνι της Σκιάθου.
Απομακρύνθηκε, άνοιξε πανί και αφού διήνυσε πάνω από ένα μίλι, απείχε σχεδόν τόσο από την Τσουγκριά όσο και από το λιμάνι της Σκιάθου...
Απομακρύνθηκε, άνοιξε πανί και αφού διήνυσε πάνω από ένα μίλι, απείχε σχεδόν τόσο από την Τσουγκριά όσο και από το λιμάνι της Σκιάθου... Άλλ’ ο πώλος που έτρωγε ήσυχα το χόρτο του και δεν φαινόταν ν’ ανησυχεί πολύ για τις δυσκολίες του ταξιδιού, ξαφνικά σήκωσε το πόδι του, έδωσε μια δυνατή κλωτσιά στο σανίδωμα και το μαδέρι της εύθραυστης και μισοσαπισμένης βάρκας έσπασε.
Το νερό άρχισε να μπαίνει στο σκάφος.
Η βάρκα άρχισε να βυθίζεται.
Γρήγορος σαν αστραπή ο μπάρμπα - Διόμας έβγαλε το πιο βαρύ του πανωφόρι, έγειρε προς το μέρος του πανιού, κρεμάστηκε στα πλευρά του σκάφους και κατάφερε να μπατάρει τη βάρκα.
Θρήνος μέγας από το σκάφος που αναποδογυρίστηκε! Όρνιθες, γαλοπούλες, κοφίνια κι ο αίτιος της συμφοράς, το γαϊδουράκι, όλα πήγαν στον πάτο.
Ο μπάρμπα -Διόμας, που κολυμπούσε σαν χέλι, είχε τώρα στήριγμα την αναποδογυρισμένη «Υπηρέτρα»την οποία εμπόδιζε να βυθιστεί.
Δυο ώρες περίπου έμεινε έτσι ο μπάρμπα-Διόμας μπρούμυτα πάνω στα πλευρά του σκάφους...
Τέλος κατά το σούρουπο... φάνηκε από μακριά ένα πανί.
Ο μπάρμπα-Διόμας άρχισε να φωνάζει με όση δύναμη του είχε μείνει.
Ο άνεμος ήταν βοηθητικός για το πλοίο που ερχόταν... Ήταν ένα μεγάλο τρεχαντήρι φορτωμένο.
Οι φωνές του μπάρμπα -Διόμα δεν ακούγονταν, γιατί ο άνεμος τις έσπρωχνε μακριά...
Άλλα το τρεχαντήρι πλησίαζε και ο μικρός μαύρος όγκος της αναποδογυρισμένης βάρκας διεκρίνετο σαν φωλιά αλκυόνας πάνω στα κύματα...
Τέλος το τρεχαντήρι πλησίασε ...Ο μπάρμπα-Διόμας άκουσε κουπιά να πλαταγίζουν κοντά του, αλλά μόνο άκουσε, γιατί αμέσως έπειτα λιποθύμησε.
Οι δυο κωπηλάτες ανέσυραν τον μπάρμπα-Διόμα παγωμένο και μισοπεθαμένο και τον ανέβασαν στο τρεχαντήρι.
Αφού του άλλαξαν τα ρούχα, με αναπνοές και εντριβές προσπάθησαν να τον συνεφέρουν.
Ο κυβερνήτης διέταξε να στρίψουν πλώρη προς το λιμάνι, για να παραδώσουν το ναυαγό στην οικογένειά του...
Ξημέρωνε πια η μέρα των Χριστουγέννων και η θεία μάταια προσπαθούσε να παρηγορήσει την Ουρανιώ που σφάδαζε από λύπη και πόνο.
Άλλ’ η γυναίκα του Νταραδήμου ήρθε κι έφερε την είδηση, ότι ο μπάρμπα-Διόμας ναυάγησε μεν, αλλά σώθηκε κι ότι έφτασε υγιής.
Ο Αργυράκης και μερικοί άλλοι είχαν δει, φαίνεται, από μακριά το αναποδογύρισμα της βάρκας κι από κει βγήκε πως ο γέροντας πνίγηκε. ΄Άλλ’ επειδή νύχτωσε δεν είδαν και το σωστικό τρεχαντήρι.
Ο μπάρμπα-Διόμας ήρθε ύστερα από λίγο και ο ίδιος κι αγκάλιασε την κόρη του. « Ω, πενιχρά αλλ΄ υπερτάτη ευτυχία του πτωχού!»Το Ουράνιω έχυνε ακόμη δάκρυα, αλλά δάκρυα χαράς. Ο πατέρας της δεν της είχε φέρει ούτε αβγά, ούτε μυζήθρες, ούτε όρνιθες, αλλά της έφερε το σκληραγωγημένο και θαλασσοδαρμένο άτομο του και τα δυο στιβαρά του χέρια, με τα οποία θα μπορούσε για μερικά ακόμη χρόνια να εργάζεται για τον εαυτό του και για κείνη.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ