Θυμάμαι μικρός μου έβγαζαν διάφορα παρατσούκλια και με
υποτιμούσαν επειδή ήμουν συνεσταλμένος και δεν τολμούσα να διεκδικήσω αυτό που
ήθελα. Δεν συμμετείχα στις ομάδες ποδοσφαίρου παρόλο που ήθελα, γιατί με
θεωρούσαν άχρηστο για τα δεδομένα τους και εγώ
με την σειρά μου, γινόμουν
περισσότερο ράκος όταν τα άκουγα αυτά. Υπάρχουν δύο περιπτώσεις ανθρώπων.
Εκείνοι που όταν ακούν τέτοια αρνητικά σχόλια από άλλους για τον εαυτό τους,
τους βάζουν δυναμικά στη θέση τους εκείνη την ώρα και άλλοι, στους οποίους άνηκα
και εγώ, που παγώνουν και δεν ξέρουν πως να αντιδράσουν με συνέπεια του να
τρώγονται με τον εαυτό τους.
Σε αυτή την περίπτωση, κυριαρχεί μια συνεχής σύγκρουση και
αμφιβολία μέσα τους, σχετικά με το πως να αντιμετωπίσουν μια κατάσταση που τους
ενοχλεί. Μιλάω βέβαια για κατάσταση που καταπιέζουμε (πιθανότατα λόγο κάποιας
φοβίας/ ανασφάλειας) τον εαυτό μας διότι σε αυτή την περίπτωση δημιουργείται
αυτή η μορφή καταπίεσης η οποία φυσικά λόγο του ότι δεν εκφράζεται –
καταστρέφει – συσσωρεύεται προς τα μέσα εκκρίνοντας δηλητήρια στο σώμα και το
πρώτο όργανο που βάλλεται είναι το κέντρο του Λόγου, του θυρεοειδούς αδένα.
Έτσι, μεγαλώνοντας, γίνεται και πιο έντονο αυτό το μοτίβο
της αμφιβολίας και το άτομο διακατέχεται σε όλους τους τομείς της ζωής, από
αδύναμα Βούλησης και αναποφασιστικότητα. Είναι ευνόητο βέβαια, ότι μέχρι να το
λύσει αυτό μέσα του, θα προκαλεί την «αδικία». Περισσότερο όμως ενδιαφέρον,
προξενεί το τι κάνουμε για να ελευθερωθούμε από αυτό.
Καταρχάς προχωράμε στη ζωή μαθαίνοντας να ζούμε με αυτό, με
το να το αποδεχτούμε ότι το κάνουμε (παραδοχή άγνοιας). Από την στιγμή που δεν
το έχω λύσει και εγώ μέσα μου, σαφέστατα δεν μπορώ να αναλύσω την λύση του,
μπορώ να πω όμως ότι βοηθάει πολύ να γνωρίσουμε ότι ο άλλος μας ξυπνάει την
Κατάσταση της αδικίας που έχουμε μέσα μας δηλαδή την απόρριψη που δείχνουμε
στον εαυτό μας και τον τρόπο που την μεταθέτουμε/προβάλλουμε στους άλλους,
απορρίπτοντάς τους.
Σίγουρα από την άλλη, είναι ανόητο να επιρρίπτουμε όλο το
μερίδιο της ευθύνης σε εμάς διότι σίγουρα έχει και ο άλλος το υπόλοιπο μερίδιο
ευθύνης, συνεπώς αδίκησε πρώτα απ’ όλα τον εαυτό του και έπειτα τον
«αδικούμενο» και αυτό είναι κάτι που χρειάζεται να εκφραστεί από τον αδικούμενο
προς αυτόν που τον αδίκησε (εάν συνέβη όντως…) με ήπιο τόνο.