Ο κύριος Χ μένει σ ένα μικρό διαμέρισμα σε ένα απομακρυσμένο
από την λεωφόρο στενό. Σπάνια ακούγονται
βουητά , κορναρίσματα , φωνές. Όχι στη γειτονιά του δεν υπάρχει "βαβούρα".
Αριστερά από την κεντρική είσοδο του κτηρίου υπάρχουν τρεις τέσσερις
νεραντζιές, ίσως να είναι βέβαια και
μανταρινιές , ποτέ δεν πρόσεξε .
Την άνοιξη μαζεύονται στα κλαδιά πουλιά που τιτιβίζουν. Αν είναι Κυριακή ο
κύριος Χ θα ανοίξει το παράθυρο και θα καθίσει για λίγα λεπτά εκεί μπροστά
αφηρημένος από το κελάηδημα τους.
Κάθε μέρα πηγαίνει
στην δουλειά του από νωρίς το πρωί. Συχνά σταματάει και αγοράζει ένα κουλούρι
από τον πωλητή στη γωνία. Άλλες φορές περνάει βιαστικός ώστε να προλάβει να
είναι στην ώρα. του. Στη δουλειά η ώρα άλλοτε περνάει πολύ αργά και δύσκολα ενώ
άλλες φορές χωρίς καν να το καταλάβει. Το μεσημέρι γυρίζει πάντα αργά σπίτι.
Είναι κουρασμένος. Τρώει , διαβάζει το αγαπημένο του βιβλίο , βλέπει τα νέα των
οκτώ και κοιμάται για να ξυπνήσει το άλλο πάλι πρωί.
Ο κύριος Χ έχει αγαπήσει και έχει αγαπηθεί. Αυτό που είναι
όμως παράξενο είναι ότι ποτέ δεν έμαθε αυτήν που τον αγάπησε και ποτέ δεν βρήκε
την ανταπόκριση που περίμενε από αυτήν που εκείνος αγάπησε.
Στο σχολείο ο κύριος Χ ήταν εξαιρετικός μαθητής. Δεν
φοβότανε ποτέ τις εξετάσεις. Αντίθετα όταν οι άλλοι τον ρωτούσαν να τους
εξηγήσει τη γραμματική εκείνος χαμογελώντας τους αποκρινόταν πως η γραμματική
δεν είναι παρά ένα παιχνίδι που αν ξέρεις τους κανόνες του το διασκεδάζεις
καλύτερα. Όταν πάλι κάποιος δεν καταλάβαινε τα μαθηματικά έλεγε ότι τα
μαθηματικά είναι σαν τα μαγικά κόλπα που αν ξέρεις τον τρόπο μπορείς και να τα
καταλάβεις.
Ο κύριος Χ δεν βγαίνει συχνά έξω. Προτιμάει να μένει σπίτι.
Άλλωστε οι φίλοι που του έχουν απομείνει πλέον είναι λιγοστοί. Θα ήθελε να βγει
ωστόσο να τρέξει, να γελάσει, να περπατήσει αλλά η κούραση τον δεσμεύει. "Μπα
άστο καλύτερα, μια άλλη φορά ".
Αν υπάρχει κάτι που τον ενοχλεί τρομερά είναι ο θόρυβος.
Υπάρχουν βράδια που περπατάει ολόκληρα τετράγωνα μέχρι να βρει ένα ήσυχο μπαρ
να πιει ένα ποτό. Όχι ότι τελικά το
βρίσκει απλά παραιτείται και συμβιβάζεται. Σπάνια ο κόσμος βγαίνει για να
συζητήσει. Παντού από το πιο μικρό μέχρι
το πιο μεγάλο μαγαζί υπάρχει είτε κάποιο μουσικό μηχάνημα στη διαπασών είτε μια
τεράστια τηλεόραση. Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι θέλει να απολαύσει κανείς τη
μουσική αυτό στέκεται αδύνατο ενόσω όλοι μιλάνε για άλλα θέματα ή ανάμεσα σε
φωνές.
Ο κύριος Χ πάντα φοβόταν τη μοναξιά. Η μέρα που το τηλέφωνό
του δεν θα χτυπούσε ξανά και εκείνος απλά θα ήταν μέσα στο σπίτι μόνος να
περιμένει. Η μέρα που δεν θα είχε κανέναν να τον ακούσει ή να του μιλήσει. Η
μέρα που θα περπατούσε μόνος του ή η μέρα που θα άκουγε μελαγχολικά τραγούδια
και θα διάβαζε βιβλία για να περάσουν κάπως έτσι οι ώρες . Γρήγορα πέρασαν από
το μυαλό του οι άνθρωποι με τους οποίους είχε τηλεφωνική επαφή ή επικοινωνούσαν
μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Καθημερινά αντάλλαζε απόψεις με πολλούς
ανθρώπους. Γελούσαν, διαφωνούσαν, συζητούσαν. Σίγουρα δεν ήμουν μόνος.
Όταν ξεκίνησε την πρώτη του δουλειά είχε νοικιάσει ένα μικρό
τροχόσπιτο με το οποίο κάθε καλοκαίρι συνήθιζε να ταξιδεύει παρέα με έναν φίλο
του. Πηγαίνανε για κάμπινγκ, ή οργανώνανε διάφορες εξορμήσεις όταν είχαν
ελεύθερο χρόνο. Οι μέρες εκείνες ήταν όμορφες και γεμάτες.
Από τότε όμως η δουλειά γινόταν όλο και πιο απαιτητική κάθε χρόνο. Λυπήθηκε πολύ όταν αναγκάστηκε να
πουλήσει το τροχόσπιτο του εξαιτίας του ότι δεν είχε πλέον χρόνο να το χρησιμοποιεί. Ήξερε πώς θα έχανε έτσι την ευκαιρία να
περπατήσει ξανά δίπλα στη λίμνη, στο δάσος,
να δει το ηλιοβασίλεμα ή να απολαύσει ένα ζεστό ρόφημα με κάποιο φίλο
του ή με τη σύντροφο του δίπλα στη θάλασσα τα χειμωνιάτικα πρωινά της Κυριακής.
Και τώρα τι ; Πόσο χρόνο έχει να διαθέσει για να περάσει
μερικές στιγμές με τους φίλους του ; Κάποιες φορές το χρόνο συναντιούνται και
τρώνε όλοι μαζί , έτσι για το τυπικό για να μην χαθεί η φιλία τους. Δεν είχε αναρωτηθεί ποτέ του όμως κατά πόσο
αυτοί που εκείνος ονόμαζε φίλοι, τον γνωρίζουν πραγματικά, κατά πόσο ξέρουν πώς
νιώθει ή τι σκέφτεται, κατά πόσο τον καταλαβαίνουν. Χάνεται στις σκέψεις του.
Φοβάται ότι κάτι έχει χαθεί. Μπορώ να επιβραβεύσει τον εαυτό του για τις
επιτυχίες του στη δουλειά , στις σπουδές. Κατάφερε να έχει αυτό που τόσο ήθελε.
Γι’ αυτό δεν πέρασε αλώστε τόσα χρόνια πάνω από τα βιβλία σε ένα μικρό στενό
δωμάτιο ; Νιώθει περήφανος για εκεί που έχει φτάσει. Όμως δεν νιώθει το ίδιο
ήρεμα στη ζωή του.
Νομίζεις πώς έχω χάσει τη ζωή μου ; Σκέφτηκε απευθύνοντας
την ερώτηση στον εαυτό του. Η απάντηση
βουβή. Ίσως και να μην ήθελε να την δώσει.
Ο κύριος Χ θα ανοίξει και πάλι τον υπολογιστή του και τότε
όλα θα ξεχαστούν. Οι σκέψεις θα χαθούν , οι φόβοι θα φύγουν έστω και για λίγο,
μέχρι το σκοτάδι να τους φέρει ξανά πίσω στο μυαλό.
Ο κύριος Χ δεν μιλάει πια συχνά. Μια ματιά αρκεί για να πει
έστω και μια καλημέρα. Μια ματιά αρκεί για να πει "είμαι καλά". Πόσες φορές δεν λυπήθηκε , δεν βρέθηκε σε
δύσκολη θέση αθετώντας κάτι για κάτι άλλο. Πόσες φορές δεν ξέχασε κάτι από
βιασύνη ή την συνηθισμένη αφηρημάδα του. Η ζωή του τώρα είναι ένα ρολόι στο
οποίο ο χρόνος κυλάει όλο και πιο γρήγορα κάθε μέρα. Η μόνη στιγμή που του μένει λίγο να συλλογιστεί είναι στο
ντουζ την στιγμή που τρέχει το νερό. Το νερό «καθαρίζει» τις σκέψεις του.
Σκέψεις μπερδεμένες , ανακατεμένες . Το τηλέφωνο που χτυπάει όμως του θυμίζει
ότι πρέπει και πάλι να βιαστεί.
Η μοναξιά μπορεί να σου χτυπήσει την πόρτα ακόμα και αν
έχεις πολλές κοινωνικές επαφές. Το να νιώθεις μόνος ή κενός μέσα σου συνδέεται
με την ποιότητα των διαπροσωπικών σου σχέσεων και όχι με την ποσότητα.
Μαρία Ξυπολοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου