Η υπερβολική αυτοπεποίθηση, που δε στηρίζεται στην
πραγματικότητα, μπορεί, κάτω από ορισμένες συνθήκες, να αποτελέσει θετική
κινητήρια δύναμη στη ζωή μας. Είναι, ωστόσο, πιθανό να αποβεί επικίνδυνη, αν
δεν είμαστε δεκτικοί στην κριτική του περίγυρου.
Είναι απίστευτο πόσο κακοί είναι όλοι οι άλλοι οδηγοί και
πόσο καλά οδηγούμε εμείς οι ίδιοι. Αν μια τέτοια δήλωση σας εκφράζει, ανήκετε
σε μια μεγάλη πλειοψηφία. Γιατί μια έρευνα έδειξε ότι 4 στους 5 οδηγούς θεωρούν
ότι οι ικανότητές τους στο βολάν τούς τοποθετούν στο καλύτερο ένα τρίτο του
συνόλου. Αυτό σημαίνει ότι το 80% των οδηγών θεωρεί ότι ανήκει στην «αφρόκρεμα»
των οδηγών, πράγμα που αναμφισβήτητα διευρύνει αρκετά την έννοια της ελίτ.
Το
υπόλοιπο 20% θα πρέπει μάλλον να είναι εκείνοι τους οποίους βρίζουν οι
υπόλοιποι. Ωστόσο, εδώ δημιουργείται σίγουρα ένα ζήτημα, γιατί υπάρχει μια
σημαντική διαφορά ανάμεσα στο 80% και το ένα τρίτο. Πάνω από τους μισούς από
τους οδηγούς που θεωρούν ότι συγκαταλέγονται στους καλύτερους απλώς
υπερεκτιμούν τις ικανότητές τους.
Η αλήθεια είναι ότι, όταν ζητάει κανείς από τους ανθρώπους
να αξιολογήσουν τις ικανότητες και τα χαρίσματά τους, π.χ., στο θέμα των
κοινωνικών συναναστροφών, της αίσθησης του χιούμορ, της αποδοτικότητας και
αποτελεσματικότητάς τους στη δουλειά, σχεδόν πάντα αυτοί δηλώνουν ότι τα
καταφέρνουν πολύ καλύτερα από την πλειονότητα των συνανθρώπων τους.
Μάλιστα, η υπέρμετρη αυτοεκτίμησή μας ξεπερνάει και τα όρια
της επίγειας ζωής. Σε μια αμερικανική έρευνα μεταξύ θρησκευόμενων ατόμων, το
87% δήλωσε ότι πίστευε πως θα πάει στον Παράδεισο. Μόνο το 60% θεωρούσε ότι θα
συναντήσει και την πριγκίπισσα Νταϊάνα στις τάξεις των αγγέλων, ενώ το 79%
πίστευε το ίδιο για τη Μητέρα Τερέζα. Προφανώς, λοιπόν, η Αλβανή μοναχή, η
οποία αφιέρωσε τη ζωή της στη φροντίδα των φτωχών της Ινδίας, τιμήθηκε με το
Νόμπελ ειρήνης το 1979 και αγιοποιήθηκε το 2003, θα πρέπει να σταθεί πιο πίσω
στην ουρά μπροστά στις πύλες του Παραδείσου.
Η αυταπάτη αντικαθιστά το ρεαλισμό
Η υπερβολική και αβάσιμη αυτοπεποίθηση αποτελεί έκφραση ενός
ψυχολογικού μηχανισμού που χαρακτηρίζει τους περισσότερους ανθρώπους στη Δύση.
Οι Καναδοί Steven J. Heine και Darron R. Lehman, καθηγητές ψυχολογίας στο
Πανεπιστήμιο της British Columbia στο Βανκούβερ, μελέτησαν πρόσφατα όλη τη βιβλιογραφία
για το θέμα και συμπέραναν ότι το 93% από πολλές χιλιάδες άτομα που συμμετείχαν
σε διάφορες έρευνες διακρίνεται από μια έπαρση αυτού του είδους.
Το υπερτονισμένο αυτοσυναίσθημα που επιδεικνύει ο σύγχρονος
άνθρωπος εκπλήσσει τους ψυχολόγους και τους ψυχιάτρους, γατί στα μέσα του 20ού
αιώνα οι ειδικοί θεωρούσαν κατά κανόνα ότι η ψυχική υγεία συνδέεται στενά με τη
ρεαλιστική εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας και για τη θέση μας στο
κοινωνικό σύνολο. Για παράδειγμα, συχνά στις παρουσιάσεις των ψυχολογικών
προφίλ εγκληματιών ή ψυχασθενών οι ειδικοί κατέτασσαν την υπέρμετρη
αυτοεκτίμηση στα αρνητικά στοιχεία. Στις δεκαετίες του 1970 και 1980 φάνηκε
πλέον καθαρά ότι το συναίσθημα της ανωτερότητας πιθανώς να αποτελεί τον κανόνα
και όχι την εξαίρεση. Από ένδειξη ψυχικής ανισορροπίας, η υπέρμετρη εμπιστοσύνη
στον εαυτό μας έγινε κοινό χαρακτηριστικό της ψυχικής υγείας.
Η υπερεκτίμηση του εαυτού μας και των ικανοτήτων μας μπορεί
τελικά να μην είναι πραγματικά αρνητικό στοιχείο. Πολλές έρευνες δείχνουν ότι
μας κάνει να νιώθουμε καλύτερα, αυξάνει τα κίνητρά μας και προάγει το
σχηματισμό θετικών κοινωνικών διασυνδέσεων. Ένας άνθρωπος που έχει εμπιστοσύνη
στις ικανότητες του μπορεί επίσης να ξεπεράσει πιο εύκολα τις δύσκολες
περιόδους. Δεν είναι τυχαίο ότι γίνονται τόσες προσπάθειες για να ενισχυθεί η
αυτοπεποίθηση των καρκινοπαθών και η εμπιστοσύνη τους στον εαυτό τους. Και ένας
προπονητής μπορεί να οδηγήσει την ομάδα του στη νίκη, τονώνοντας την
αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση των παικτών του.
Το «εγώ» αγνοεί την πραγματικότητα
Συχνά, το ισχυρό αυτοσυναίσθημα ισοδυναμεί με μια αίσθηση
ότι κρατάμε τη ζωή μας στα χέρια μας, ότι έχουμε τον έλεγχο των πραγμάτων. Αυτή
η αίσθηση επηρεάζει σημαντικά την ικανότητά μας να αντεπεξέλθουμε στις
προκλήσεις της ζωής – και η θετική αυτή επίδραση λειτουργεί ανεξάρτητα από το
αν στηρίζεται στην πραγματικότητα. Ένα πείραμα πάνω στην κλίμακα του πόνου που
προέρχεται από το κρύο έδειξε ότι οι συμμετέχοντες που πίστευαν ότι ήταν οι
ίδιοι σε θέση να ρυθμίσουν τη θερμοκρασία με ένα κουμπί -το οποίο, στην
πραγματικότητα, δεν είχε καμία λειτουργία- θεώρησαν τον πόνο πολύ μικρότερο σε
σχέση με τους υπόλοιπους, οι οποίοι συμμετείχαν παθητικά στο πείραμα.
Είναι, όμως, πιθανό η αυτοπεποίθηση να παίζει ιδιαίτερα
σημαντικό ρόλο και κατά την παιδική ηλικία. Τα παιδιά που έχουν ισχυρό
αυτοσυναίσθημα αναλαμβάνουν εργασίες τις οποίες τα πιο συνεσταλμένα παιδιά
αποφεύγουν. Η εκμάθηση γλωσσών, η ικανότητα επίλυσης προβλημάτων και οι
σωματικές επιδόσεις έρχονται ευκολότερα σε όποιον έχει αυτοπεποίθηση.
Ίσως, λοιπόν, να μην είναι τόσο κακό να λέει κανείς ψέματα
στον εαυτό του και να βλέπει στον καθρέφτη ένα σούπερμαν.
Ακόμη και οι μακρινοί μας πρόγονοι είχαν ανάγκη την
αυτοπεποίθηση. Με τον ανεπτυγμένο εγκέφαλο και τις συνακόλουθες νοητικές
δεξιότητες, απέκτησαν και την ικανότητα να προβλέπουν και να υπολογίζουν τις
συνέπειες των πράξεών τους. Πολλά από τα συμβάντα που αποτελούν απλή
καθημερινότητα για ένα ζώο χωρίς ανεπτυγμένη σκέψη πήραν για τους προγόνους μας
τη διάσταση μιας πράξης γενναιότητας, με δυνητικά μοιραία κατάληξη.
Μια αντιλόπη που διασχίζει τη σαβάνα αντιδρά άμεσα στους
κινδύνους, αλλά κατά πάσα πιθανότητα δε σκέφτεται ότι παραμονεύουν παντού
λιοντάρια. Η ίδια διαδρομή για τον Homo erectus ήταν γεμάτη όχι μόνο από
πραγματικούς κινδύνους, αλλά και από φανταστικούς, που θα μπορούσαν να
επιφέρουν άμεσο και φρικτό θάνατο. Ένας σκεπτόμενος άνθρωπος πρέπει να έχει
θάρρος, για να ζει σε ένα περιβάλλον που μπορεί να τον σκοτώσει, και το θάρρος
απαιτεί αυτοπεποίθηση.
Υπό αυτό το πρίσμα, η αυξημένη αυτοπεποίθηση αποτελεί απλώς
ένα μηχανισμό επιβίωσης. Χωρίς αυτόν ίσως ο άνθρωπος να μην είχε αναπτύξει τον
πολιτισμό του.
Ορισμένοι ψυχολόγοι, ωστόσο, δίνουν μια λιγότερο ρομαντική
εξήγηση. Αντιμετωπίζουν την αίσθηση της ανωτερότητας περισσότερο ως συνέπεια
του γνωστικού υποκειμενισμού. Με άλλα λόγια οι περισσότεροι γνωρίζουμε τις
σκέψεις πίσω από τις απόψεις μας και τους παράγοντες που επηρεάζουν τις δικές
μας ικανότητες, και έτσι θεωρούμε ότι μπορούμε να τις εκτιμήσουμε επακριβώς.
Ωστόσο, δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε τους συλλογισμούς και τα βαθύτερα
κίνητρα των συνανθρώπων μας, με αποτέλεσμα να κρίνουμε ότι λειτουργούν πιο
αυθαίρετα και οι επιλογές τους εξαρτώνται από συναισθηματισμούς και
προκαταλήψεις σε μεγαλύτερο βαθμό από τις δικές μας.
Σε πολλά πειράματα, ακόμα και όταν οι ψυχολόγοι έχουν
εξηγήσει λεπτομερώς στους συμμετέχοντες τον κίνδυνο να βγουν λανθασμένα
συμπεράσματα εξαιτίας λανθασμένων αρχικών εντυπώσεων, συχνά αποδεικνύεται στη
συνέχεια ότι οι άνθρωποι συνεχίζουν να θεωρούν ότι οι ίδιοι είναι πολύ πιο αντικειμενικοί
από όλους τους άλλους στις εκτιμήσεις τους. Σε μια έρευνα, μάλιστα, οι
περισσότεροι δήλωσαν ότι όλοι οι άλλοι συμμετέχοντες είχαν υπερβολική
αυτοεκτίμηση, ενώ οι ίδιοι, από τη μεριά τους, είχαν μια πολύ πιο ρεαλιστική
εικόνα.
Η διάσταση ανάμεσα στην εντύπωση που έχουμε για τον εαυτό
μας και στις ρεαλιστικές μας ικανότητες γίνεται ιδιαίτερα εμφανής στο
εκπαιδευτικό σύστημα. Μία ερευνητική ομάδα παρακολούθησε την αντίληψη που είχαν
για τον εαυτό τους 337 φοιτητές ιατρικής σε σχέση με τις πραγματικές τους
επιδόσεις για διάστημα τριών ακαδημαϊκών ετών. Τα αποτελέσματα ήταν
απογοητευτικά: εκείνοι που είχαν το χαμηλότερο επίπεδο γνώσεων διατηρούσαν μια
θετική εντύπωση για τον εαυτό τους – πράγμα που σήμαινε ότι δεν έκαναν
περισσότερες προσπάθειες να βελτιώσουν τις επιδόσεις τους, παρ’ όλο που οι
βαθμοί τους έδειχναν ότι αυτό θα τους έκανε καλό. Επομένως, η υπερβολική
αυτοπεποίθηση δεν υποκύπτει στα πραγματικά δεδομένα, όμως λίγες αμφιβολίες δε
θα έβλαπταν – θα έβγαζαν ίσως και καλύτερους γιατρούς.
Από το περιοδικό Science Illustrated.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου