Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2017

Η Αγάπη


Σ’ ένα μικρό ορεινό χωριό, από κείνα που οι Κριτικοί ονομάζουνε μετόχια είχε φουντώσει ο έρωτας ανάμεσα σε δύο παιδάκια από πολύ νωρίς. Όταν έγινε εκείνη δεκατριών και εκείνος δεκαοχτώ αρραβωνιαστήκανε. Αυτός ορφανός από μικρός ήτανε βοσκαρουδάκι  σβέλτος και νευρώδης. Οι χωριανοί που βλέπανε το νεαρό ζευγάρι να δυσκολεύεται να χαρεί τον έρωτα του, πέντε χρόνια τώρα, τους χάρισε η κάθε οικογένεια από ένα πρόβατο για σιρμαγιά, βοηθήσανε να κτιστεί ένα καμαράκι στην άκρη του χωριού να στεγαστούνε και να χαρούνε την αγάπη τους.
Ο Γαμπρός 23 η Νύμφη 18 ετών ξανθιά, με πολύ μακριά μαλλιά ως τη μέση της και υπέροχα γαλανά μάτια ήταν το αντικείμενο συζητήσεως πολλές ημέρες, αφού άρχισαν την κοινή ζωή τους.
Εκείνος πρωί έφευγε βράδυ γυρνούσε, αγκάλιαζε την γυναίκα του και τους κόπους του ξεχνούσε, εκείνη νοικοκυρά τον περίμενε με λαχτάρα να ζήσουν την αγάπη τους.
Έτσι περνούσε ο καιρός και χωρίς να καταλάβουν πλησιάζει η πρώτη επέτειος του γάμου τους κι εκείνη νιώθει την ανάγκη να κάνει κάτι, για να του δείξει τη μεγάλη της αγάπη. Σκέφτεται να του κάνει ένα δώρο που θα έχει νόημα.
Αν του χαρίσει μια κατσούνα, αυτό θα έχει να κάνει με τη δουλειά του… Ένα πουλόβερ πλεγμένο από την ίδια δεν την ικανοποιεί, γιατί του έχει ήδη πλέξει διάφορα ρούχα, με άλλες ευκαιρίες, κι ένα ωραίο φαγητό πάλι, δεν της φαίνεται αρκετά μεγαλοπρεπές…
Αποφασίζει να πάει στη χώρα για να δει μήπως βρει εκεί κάτι κι αρχίζει να τριγυρνάει στους δρόμους. Βέβαια, όσο κι αν ψάχνει, δε βρίσκει και τίποτα σπουδαίο που να μπορεί ν’ αγοράσει με τα λιγοστά που βάζει στην άκρη από τα ρέστα.
Περνώντας έξω από ένα κοσμηματοπωλείο, βλέπει στη βιτρίνα μια ωραία, χρυσή αλυσίδα. Αυτομάτως θυμάται πως υπάρχει ένα μόνο υλικό πράγμα που εκείνος λατρεύει και θεωρεί στ’ αλήθεια πολύτιμο: ένα χρυσό ρολόι που του είχε χαρίσει ο παππούς του πριν πεθάνει. Απ’ όταν ήταν παιδάκι, αυτό το ρολόι το φύλαγε σε μια παλιά θήκη που έχει πάντα δίπλα στο κρεβάτι, κάθε βράδυ άνοιγε το συρτάρι του κομοδίνου, έβγαζε το ρολόι απ’ τη θήκη του, το σκούπιζε, το κούρδιζε λιγάκι, το άκουγε μέχρι να σταματήσει, το ξανασκούπιζε, το χάιδευε για λίγο και το έβαζε πάλι στη θήκη του.
Εκείνη σκέφτεται: «-Τί θαυμάσιο δώρο θα ήταν αυτή η χρυσή αλυσίδα για κείνο το ρολόι…» Μπαίνει στο μαγαζί να ρωτήσει πόσο κάνει και μένει άναυδη ακούγοντας την απάντηση. Κοστίζει πολλά περισσότερα απ’ όσο είχε φανταστεί κι απ’ όσα είχε ήδη μαζέψει. Θα έπρεπε να περιμένει τρεις επετείους για να μπορέσει να την αγοράσει, αυτή όμως δεν θέλει να περιμένει τόσο πολύ.
Φεύγει από το χώρα αρκετά λυπημένη, και σκέφτεται τι θα μπορούσε να κάνει, για να βρει τα λεφτά για την αλυσίδα. Καθώς δεν είχε μάθει να κάνει κάποια εργασία, στύβει το μυαλό της για να βρει μια λύση, ώσπου, περνώντας έξω ένα κομμωτήριο, βλέπει μια επιγραφή που λέει: «Αγοράζουμε φυσικά μαλλιά».
Καθώς εκείνη έχει τα ξανθά μαλλιά της ακόμα από την ηλικία των δέκα, μπαίνει αμέσως μέσα να ρωτήσει. Τα λεφτά που προσφέρουν φτάνουν, για ν’ αγοράσει τη χρυσή αλυσίδα και περισσεύουν, για να πάρει κι ένα κουτί όπου θα φυλάνε την αλυσίδα μαζί με το ρολόι. Χωρίς δισταγμό, λέει στην κομμώτρια:
-Αν έρθω σε τρεις μέρες για να σας πουλήσω τα μαλλιά μου, θα τ’ αγοράσετε;
-Ασφαλώς» είναι η απάντηση.
-Τότε σε τρεις μέρες θα είμαι εδώ.
Επιστρέφει στο κοσμηματοπωλείο, λέει να της κρατήσουν την αλυσίδα και γυρίζει σπίτι της χωρίς να πει τίποτα.
Την ημέρα της επετείου, το ζευγάρι αγκαλιάζεται λίγο πιο σφιχτά απ’ ότι συνήθως, εκείνος φεύγει για το μητάτο κι εκείνη κατεβαίνει στη χώρα.
Στο κομμωτήριο, της κόβουν κοντά τα μαλλιά, παίρνει τα λεφτά και πάει στο κοσμηματοπωλείο. Αγοράζει τη χρυσή αλυσίδα και το ξύλινο κουτί, επιστρέφει σπίτι, μαγειρεύει και περιμένει να έρθει το βράδυ και να γυρίσει ο Καλός της.
Αντίθετα από άλλες φορές που άναβε όλα τα φώτα για να τον περιμένει, απόψε ανάβει μόνο δύο κεριά και φοράει ένα μαντίλι στο κεφάλι, γιατί του αρέσουν τα μαλλιά της και δεν θέλει να καταλάβει πως τα έχει κόψει. Μετά, θα βρει χρόνο να του εξηγήσει..
Κι έρχεται εκείνος. Αγκαλιάζονται και λένε ο ένας στον άλλον πόσο πολύ αγαπιούνται. Τότε, παίρνει αυτή κάτω από το τραπέζι το ξύλινο κουτί που περιέχει τη χρυσή αλυσίδα για το ρολόι. Πάει κι εκείνος στο ντουλάπι και βγάζει ένα μεγάλο κουτί που το είχε φέρει στο σπίτι την ώρα που εκείνη έλειπε στη χώρα. Μέσα στο κουτί βρίσκονται δύο τεράστια διακοσμητικά χτενάκια για τα μαλλιά της. Για να τα αγοράσει, είχε πουλήσει το χρυσό ρολόι του παππού…


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου