Τα παραμύθια και οι παραβολές είναι από τους σπουδαιότερους
δασκάλους που τυχαίνει να γνωρίζω. Είναι σοφοί που ταξιδεύουν μες στο χρόνο και
το χώρο, που μιλούν τη γλώσσα του τόπου όπου βρίσκονται, φορούν τα ρούχα των
ανθρώπων γύρω τους, έχουν την ικανότητα να χρωματίζουν τις διδαχές τους με το
χρώμα που αρέσει περισσότερο σ’ εκείνους που έχουν ανάγκη ν’ ακούσουν.
Κατά τη γνώμη μου, κάθε παραμύθι μοιάζει με το απλωμένο χέρι
ενός δασκάλου που μας προτείνει με αγάπη να πορευτούμε μαζί, να μάθουμε κάτι
παραπάνω για τη δύσκολη τέχνη της ζωής, και μας βοηθάει να ξυπνήσουμε στον
πραγματικό κόσμο.
Μεταγράφω εδώ αυτό το παλιό παραμύθι, ένα από τα πιο
αγαπημένα μου.
Αγαπημένο, γιατί έφτασε σ’ εμένα από κάποιο πολύ αγαπητό μου πρόσωπο που μου δίδαξε πάρα πολλά. Κυρίως όμως μην αναζητάω μόνο στην Ελλάδα ή μόνο στην Χριστιανοσύνη την σοφία, αυτό δεν είναι μονοπώλιο δικό μας, είναι χάρισμα από τον Θεό για όλους τους ανθρώπους. Ινδικό το παραμύθι και μας θυμίζει την παροιμία «αν κοιμηθείς με στραβό το πρωί αλληθωρίζεις» από την ανάποδη.
Αγαπημένο, γιατί έφτασε σ’ εμένα από κάποιο πολύ αγαπητό μου πρόσωπο που μου δίδαξε πάρα πολλά. Κυρίως όμως μην αναζητάω μόνο στην Ελλάδα ή μόνο στην Χριστιανοσύνη την σοφία, αυτό δεν είναι μονοπώλιο δικό μας, είναι χάρισμα από τον Θεό για όλους τους ανθρώπους. Ινδικό το παραμύθι και μας θυμίζει την παροιμία «αν κοιμηθείς με στραβό το πρωί αλληθωρίζεις» από την ανάποδη.
«Το παραμύθι του ζηλιάρη αμαξά.»
Χόρχε Μπουκάι
Ένας «σανγιασίν», —ένας πνευματικός δάσκαλος που
περιπλανιόταν μοιράζοντας τη σοφία του, λόγια ανακούφισης και χάδια για την
ψυχή—, ταξίδευε από πόλη σε πόλη με μια άμαξα που οδηγούσε ένας αμαξάς. Πάντα η
ίδια άμαξα, πάντα ο ίδιος αμαξάς. Κάποια μέρα, στο δρόμο για μια μικροσκοπική
πόλη στο εσωτερικό της χώρας, ο δάσκαλος αναστενάζει καταπονημένος, λίγο πιο
δυνατά απ’ ό,τι συνήθως. Ο αμαξάς, που έχει μαζί του την οικειότητα που αποκτάς
μετά από χρόνια κοινής ζωής, του λέει:
«Τι σου συμβαίνει;»
«Είμαι λίγο
κουρασμένος» αποκρίνεται με ειλικρίνεια ο δάσκαλος, καθώς πάνε κάμποσοι μήνες
που δεν έχει σταθεί να ξεκουράσει τα κοκαλάκια του.
«Εσύ, κουρασμένος;»
του φωνάζει ο αμαξάς «Σα δεν ντρέπεσαι! Είσαι ξεδιάντροπος! Εγώ θα έπρεπε να
είμαι κουρασμένος, που όλη τη μέρα οδηγώ την άμαξα και σε κουβαλάω! Εσύ γιατί
να είσαι κουρασμένος, που κάθεσαι εκεί με τις ανέσεις σου, φτάνεις στα χωριά
και το μόνο που κάνεις είναι να κουβεντιάζεις με τον κόσμο, να τρως τα πιο
νόστιμα φρούτα και να πίνεις το πιο δροσερό νερό; Κουρασμένος εσύ; Εγώ θα
έπρεπε να παραπονιέμαι, που πρέπει να παλεύω όλη τη μέρα μ’ αυτά τα άλογα, που
πρέπει σε κάθε χωριό να φροντίζω να τα ταΐσω και να τακτοποιώ την άμαξα ενώ ο
κόσμος σε χειροκροτεί, σου στρώνει κόκκινα χαλιά και σου πετάει ροδοπέταλα όταν
περνάς! Εγώ είμαι ο μόνος που θα έπρεπε να είμαι κουρασμένος!»
Τότε, ο σανγιασίν του λέει:
«Μα, είναι πράγματι
τόσο εξαντλητικό για σένα;»
«Βεβαίως και είναι
εξαντλητικό! Εσύ τι νομίζεις;»
«Ωστόσο, εμένα μου
φαίνεται… δηλαδή… κάθε φορά που θέλω να βρω την ευκαιρία να ξεκουραστώ,
φαντάζομαι πόσο ωραία θα ήταν να οδηγούσα την άμαξά μου σ ένα δρόμο, από χωριό
σε χωριό, χωρίς βιάση…»
«Μάλιστα! Τώρα μου
κάνεις και πλάκα! Είναι εύκολο να το λες όταν είσαι εκεί καθισμένος! Αν ήσουν
εδώ, όμως, στη θέση μου, δε θα έλεγες το ίδιο…»
«Αλήθεια νομίζεις ότι
εδώ είμαι πιο καλά απ’ ό,τι εσύ εκεί;»
«Φυσικά και είσαι
καλύτερα! Και τι δε θα ’δινα να ήμουν στη θέση σου!»
«Εντάξει» λέει ο
σανγιασίν. «Νομίζω ότι έχουμε μια ευκαιρία να κάνουμε και οι δυο το κέφι μας.»
«Τι εννοείς;» ρώτησε
ο αμαξάς, ενώ προσπαθούσε να καταλάβει αν ο σανγιασίν τον ειρωνευόταν.
«Στο επόμενο χωριό
δεν με γνωρίζει κανένας· ποτέ δεν έχουν δει το πρόσωπό μου. Έτσι… αν αλλάξουμε
ρούχα μπορούμε να μπούμε στο χωριό και να είσαι εσύ ο σανγιασίν κι εγώ ο
αμαξάς… Εγώ θα έχω τη χαρά να οδηγήσω την άμαξα κι εσύ να γίνεις ένας
σανγιασίν.»
«Μη με βάζεις σε
πειρασμό» είπε ο αμαξάς, «γιατί θα δεχτώ!»
«Σταμάτα την άμαξα!»
πρόσταξε ο σανγιασίν.
Σταμάτησαν την άμαξα στην άκρη του δρόμου κι άλλαξαν ρούχα.
Ο αμαξάς έδωσε στο δάσκαλο το σακάκι και το καμουτσίκι του, κι ο δάσκαλος έδωσε
στον αμαξά την τήβεννο και τη θέση του στην άμαξα.
Ο σανγιασίν, ντυμένος αμαξάς, ανέβηκε στο κάθισμα του
οδηγού, κι ο αμαξάς, ντυμένος σανγιασίν, κάθισε στην άμαξα. Κι έτσι συνέχισαν
το δρόμο τους προς το επόμενο χωριό.
Μόλις μπήκαν στον οικισμό, ο κόσμος άρχισε να επευφημεί το
πέρασμα της άμαξας με τον σανγιασίν που τόσο περίμεναν. Του πετούσαν
ροδοπέταλα, φώναζαν το όνομά του, του έκαναν υποκλίσεις… Ο αμαξάς, με τα ρούχα
του σανγιασίν, χαιρετούσε κουνώντας το χέρι πέρα-δώθε, με απέραντη απόλαυση. Ο
κόσμος του χαμογελούσε, τον εξυμνούσε, τον χειροκροτούσε. Κι έτσι, μέσα σε
χειροκροτήματα και ζητωκραυγές, έφτασαν στην κεντρική πλατεία. Μεγάλο πλήθος
είχε συγκεντρωθεί εκεί για να τον υποδεχτεί. Όλοι χειροκρότησαν θερμά την άφιξη
της άμαξας, κι όταν ο αμαξάς (ο αληθινός σανγιασίν) κατέβηκε για ν’ ανοίξει την
πόρτα στον ψεύτικο σανγιασίν, ο κόσμος ξέσπασε σε αλλόφρονες φωνές και
ζητωκραυγές:
«Ζήτω, ζήτω! Ήρθε ο
δάσκαλος! Καλωσόρισες!»
Τότε ήρθε ο δήμαρχος του χωριού, του έβαλε στο κεφάλι ένα
στεφάνι από λουλούδια και είπε:
«Ευτυχώς που ήρθες!
Σε περιμέναμε μες στην απελπισία!»
Ο αμαξάς, ντυμένος σανγιασίν, αποκρίθηκε:
«Ναι… Κι εγώ ήθελα
πολύ να έρθω… Πάμε να καθίσουμε και ν απολαύσουμε τη συνάντησή μας…»
«Όχι, όχι! Δεν θα
καθίσουμε καθόλου!» είπε ο δήμαρχος αποφασιστικά. «Αργότερα… Πρώτα,
χρειαζόμαστε τα φωτεινά σου λόγια!»
«Εντάξει… ευχαριστώ…
αλλά ας φάμε πρώτα μερικά φρέσκα φρούτα… ας κουβεντιάσουμε… ας ξεκουραστούμε
λίγο…»
«Ναι, ναι… Μετά… Σε
λίγο. Μα προτού ξεκουραστούμε έχουμε πολύ επείγουσες υποθέσεις να λύσουμε!»
«Όχι… όχι. Το πιο
επείγον για μένα είναι να καθίσω ανάμεσά σας και να ευχαριστηθώ με τους
υπέροχους αυτούς ανθρώπους, το τόσο ευγενικό χωριό, τα φρούτα…»
Ο δήμαρχος τον έκοψε πριν τελειώσει τις φιλοφρονήσεις:
«Μα… δεν καταλαβαίνεις;
Τρεις βδομάδες τώρα περιμένουμε με αγωνία να έρθεις γιατί έχουμε ένα πολύ
σοβαρό πρόβλημα στο χωριό.»
«Τι συμβαίνει;»
«Ο Γιάννης πούλησε
μια αγελάδα στον Πέτρο και ο Πέτρος είπε ότι θα πλήρωνε χτίζοντάς του έναν
αχερώνα… όμως ο Πέτρος χτύπησε κι έσπασε το χέρι του. Έτσι δεν μπορεί να του
χτίσει τον αχυρώνα. Κι ο Γιάννης θέλει να πληρωθεί, και ο Πέτρος του λέει πως
πρέπει να περιμένει μέχρι να ξεπεράσει το πρόβλημα με το χέρι του για να χτίσει
τον αχερώνα, αλλά ο Γιάννης λέει ότι δεν μπορεί να περιμένει, και ο Πέτρος
επιμένει ότι αυτή ήταν η συμφωνία τους… Και το χωριό έχει χωριστεί στα δύο μ’
αυτό το θέμα, άλλοι παίρνουν το μέρος του ενός και άλλοι του αλλουνού. Κάθε
βράδυ έχουμε πεντ-έξι τραυματίες στην ταβέρνα, και οι φρουροί δεν επαρκούν για
να σταματήσουν τους καβγάδες στους δρόμους… Πριν από δύο εβδομάδες, όταν έμαθα
ότι ερχόσουν, είπα: Σταματήστε! Σε λίγες μέρες θα έρθει ο σανγιασίν, αυτός θα
μας δώσει τη λύση, αυτός ξέρει όλες τις απαντήσεις. Γι’ αυτό έχουμε τόση
αγωνία. Καταλαβαίνεις; Ω! μεγάλε δάσκαλε των δασκάλων… Δώσε σε όλους μας μια
απάντηση: Ποια είναι η λύση σ’ αυτό το πρόβλημα; Τι να κάνουμε σ’ αυτήν την
υπόθεση;»
Ο δύστυχος αμαξάς είχε χλομιάσει, γιατί δεν είχε την
παραμικρή ιδέα τι απάντηση έπρεπε να δώσει.
Μέσα σε μια στιγμή συνειδητοποίησε ότι να είσαι σανγιασίν
δεν είναι μόνο να φοράς τα ρούχα του, ούτε να δέχεσαι επευφημίες. Ο αμαξάς
κοίταξε τον αληθινό σανγιασίν που το διασκέδαζε χαμογελαστός ταΐζοντας άχυρο τα
άλογα, και μετάνιωσε που είχε δεχτεί την αλλαγή των ρόλων.
Ο κόσμος, που περίμενε τα λόγια του, έλεγε:
«Σε περιμέναμε γι’
αυτό! Δώσε μας την απάντηση, σε παρακαλούμε!»
Αν ταξιδεύεις τόσο κοντά σ’ έναν σοφό για τόσο πολύ καιρό,
αυτό σε βοηθάει να βρίσκεις απαντήσεις, λένε στην Κίνα. Ο ψεύτικος σανγιασίν
έμεινε λίγα δευτερόλεπτα συλλογισμένος, και μετά φώναξε:
«Και για να λύσετε
αυτό το προβληματάκι με περιμένατε τόσον καιρό; Τόσο κακό για μια απλή ανοησία;
Αυτό είναι παιχνιδάκι, μπορεί να το απαντήσει… μέχρι και ο αμαξάς μου…»
Και με μεγαλοπρέπεια στράφηκε προς τον άνθρωπο που ήταν
ντυμένος αμαξάς:
«Εμπρός, αμαξά! Δείξε
τους! Πες τους πώς μπορούν να λύσουν το πρόβλημα! Έλα, απάντησε, μη φοβάσαι…!
Αν το σκεφτείς πάρα πολύ, μπορεί και να βρεις λύση στο
πρόβλημα όπου έμπλεξες από ανοησία, αν και βέβαια, θα ήταν καλύτερο να μην
είχες μπλέξει καθόλου. Αν το σκεφτείς πάρα πολύ, όμως, μπορεί και ν’ αρχίζεις
να δηλητηριάζεσαι στην ιδέα του πώς θα έπρεπε να ήταν τα πράγματα στην ιδέα της
σύγκρισης – στην ιδέα του τι έχεις και τι δεν έχεις.
Εάν
κάθε φορά που είμαι καλά σκέφτομαι
ότι θα μπορούσα να είμαι καλύτερα, δηλητηριάζομαι.
Εάν
την ώρα που τρώω
τη μακαρονάδα μου, παρατηρώ πόσο
μεγάλο είναι το πιάτο
που σερβίρισαν στο διπλανό μου,
δηλητηριάζομαι.
Εάν
είμαι γιατρός, δικηγόρος ή μηχανικός και
πιστεύω
ότι αυτό μου δίνει επιπλέον προνόμια, δηλητηριάζομαι.
Εάν
θεωρώ ότι, επειδή είμαι
καλός πελάτης του καταστήματος, πρέπει να
αφήσουν κάποιον άλλον για να
εξυπηρετήσουν
εμένα, δηλητηριάζομαι.
Εάν
πιστεύω ότι η υποχρέωση
ενός δημοσίου υπαλλήλου να μου φερθεί καλά οφείλεται στο ότι πληρώνω τους
φόρους μου, δηλητηριάζομαι.
Εάν
πιστεύω ότι είναι δίκαιο
εγώ να μην πεινάσω
ποτέ, επειδή κερδίζω τα
αναγκαία χρήματα για ν’ αγοράζω
την τροφή μου, δηλητηριάζομαι.
Εάν
μερικές φορές πιστεύω ότι
είμαι ο καλύτερος κι άλλοτε ότι είμαι ο χειρότερος, και τις
δύο στιγμές, δηλητηριάζομαι.
Εάν
κάποιες φορές σκέφτομαι ότι
είμαι πιο πάνω ή
πιο κάτω από κάποιον
ή από κάτι, δηλητηριάζομαι.
Εάν
νομίζω ότι επειδή είμαι
χριστιανός,
εβραίος, βουδιστής ή άθεος διαφέρω
πολύ απ’ αυτούς που δεν είναι,
δηλητηριάζομαι.
Η σύγκριση είναι πάντα τοξική και η χρόνια τοξίνωση μπορεί
να μας δηλητηριάσει.
Εάν κι εσύ —όπως εγώ, κι όπως σχεδόν όλοι—, πήρες το
δηλητήριο σε μικρές δόσεις από τη μέρα που γεννήθηκες, ίσως το έχεις συνηθίσει
και δεν αντιλαμβάνεσαι καν ότι το δηλητήριο κυκλοφορεί στο σώμα σου και
συσσωρεύεται στο κεφάλι σου.
Κάθε είδους ανταγωνισμός είναι προϊόν κάποιας τοξικής
ουσίας, και καλό θα ήταν να αποφεύγουμε οτιδήποτε τοξικό για να προστατεύσουμε
το σώμα μας, τη διάνοια και το πνεύμα μας.
Το δηλητήριο ονομάζεται συγκρίσεις, η δηλητηρίαση ονομάζεται
διακρίσεις, η ασθένεια λέγεται ανταγωνισμός, και η έξη λέγεται εμμονή να
κερδίζω.