Μια φορά, ζούσε στα Σπάτα της Αττικής ένας φιλεύσπλαχνος και
αλτρουιστής γέροντας τον έλεγαν Μανόλη. Για πολλές νύχτες συνέχεια ο Μανόλης
ονειρευόταν ότι ταξίδευε στην Λάρισα κι έφτανε στη γέφυρα ενός ποταμού.
Ονειρεύτηκε ότι δίπλα στο ποτάμι, κάτω από τη γέφυρα, βρισκόταν ένα δασύφυλλο
δέντρο. Ονειρεύτηκε ότι ο ίδιος έσκαβε ένα λάκκο δίπλα στο δέντρο κι έβγαζε ένα
θησαυρό που του πρόσφερε ευημερία και ηρεμία για όλη τη ζωή του.
Στην αρχή, ο Μανόλης που δεν πίστευε στα όνειρα δεν έδωσε
σημασία. Όταν, όμως, το ίδιο όνειρο επαναλήφθηκε αρκετές εβδομάδες, υπέθεσε ότι
έκρυβε κάποιο μήνυμα και αποφάσισε να μην περιφρονήσει αυτή την πληροφορία που
ερχόταν από τον Θεό, ή ποιος ξέρει από
πού αλλού.
Ακολουθώντας, λοιπόν, τη διαίσθησή του, φόρτωσε το μουλάρι
του για ένα μεγάλο ταξίδι κι ξεκίνησε για την Λάρισα.
Ύστερα από πορεία έξι ημερών, ο γέροντας έφτασε στην Λάρισα
κι άρχισε να ψάχνει για τη γέφυρα του ποταμού στα περίχωρα της πόλης.
Δεν υπήρχαν πολλά ποτάμια ούτε πολλές γέφυρες, κι έτσι βρήκε
γρήγορα το μέρος που γύρευε. Όλα ήταν όπως στο όνειρό του. Το ποτάμι, η γέφυρα,
και στη μια πλευρά του ποταμού το δέντρο όπου έπρεπε να σκάψει.
Υπήρχε, όμως, μια λεπτομέρεια που δεν εμφανιζόταν στο
όνειρο. Τη γέφυρα που ήταν σημαντικό στρατιωτικό πέρασμα τη φρουρούσε
μέρα-νύχτα ένας στρατιώτης.
Ο Μανόλης δεν τολμούσε να σκάψει όσο ο στρατιώτης βρισκόταν
εκεί. Κατασκήνωσε κοντά στη γέφυρα και περίμενε. Τη δεύτερη νύχτα, ο στρατιώτης
υποπτεύθηκε τον άνθρωπο που είχε κατασκηνώσει κοντά στη γέφυρα και πλησίασε να
τον ανακρίνει.
Ο γέρος δεν είχε λόγο να του πει ψέματα. Του εξήγησε ότι
είχε έρθει από μια πολύ μακριά γιατί είχε ονειρευτεί ότι στην Λάρισα, κάτω από
μια γέφυρα σαν κι αυτή, υπήρχε θαμμένος ένας θησαυρός.
Ο φρουρός ξέσπασε σε δυνατά χάχανα.
«-Έκανες τόσο μεγάλο ταξίδι για μια βλακεία» του είπε. «-Εδώ
και τρία χρόνια εγώ ονειρεύομαι κάθε νύχτα ότι στα Σπάτα, κάτω από την κουζίνα
ενός γέρο-παλαβού που τον λένε Μανόλη, υπάρχει θαμμένος ένας θησαυρός. Χα, χα,
χα! Νομίζεις ότι πρέπει να πάω κι εγώ στα Σπάτα να ψάξω αυτόν τον Μανόλη και να
σκάψω κάτω από την κουζίνα του; Χα, χα, χα!»
Ο Μανόλης τον ευχαρίστησε ευγενικά και γύρισε στο σπίτι του.
Μόλις έφτασε, έσκαψε στην κουζίνα του και βρήκε το θησαυρό
που ήταν πάντα εκεί θαμμένος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου