Αν η παρακάτω ιστορία σας θυμίζει Έλληνες φορολογούμενους, θυμηθείτε
πως ο Ρωμιός ήτανε ραγιάς τετρακόσια χρόνια, έμεινε στο μυαλό του τυπωμένο πως
κάθε κυβέρνηση είναι κεχαγιάς, τύραννος δηλαδή που πρέπει να τον κλέψει με κάθε
τρόπο.
«Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε… καλός ένας βασιλιάς.
Ήταν ο μονάρχης μιας μικρής χώρας που την έλεγαν το
Πριγκιπάτο της Αμπελοχώρας. Το βασίλειό του ήταν γεμάτο αμπέλια, και όλοι οι
υπήκοοί του ασχολούνταν με την παραγωγή κρασιού. Με την εξαγωγή σε άλλες χώρες,
οι δεκαπέντε χιλιάδες οικογένειες που κατοικούσαν στην Αμπελοχώρα κέρδιζαν
αρκετά για να ζουν καλά, να πληρώνουν τους φόρους τους και να απολαμβάνουν
ορισμένες πολυτέλειες.
Επί πολλά χρόνια ο βασιλιάς μελετούσε τα οικονομικά τού
βασιλείου του. Ήταν δίκαιος μονάρχης, με κατανόηση, και δεν ήθελε να νιώθει πως
βάζει χέρι στις τσέπες των κατοίκων της Αμπελοχώρας. Γι’ αυτό έκανε μεγάλες
προσπάθειες να βρίσκει τρόπους να μειώνει τους φόρους.
Ώσπου, μια μέρα, ο βασιλιάς κατέβασε μια σπουδαία ιδέα.
Αποφάσισε να καταργήσει τους φόρους. Ως μοναδικό έσοδο για τα έξοδα του
Κράτους, θα ζητούσε από κάθε υπήκοο, μια φορά το χρόνο, την εποχή που
εμφιαλώνουν το κρασί, να φέρνει ένα κανάτι κρασί στο παλάτι —από το καλύτερο
της σοδειάς του— και να το ρίχνει μέσα σ’ ένα μεγάλο βαρέλι που θα κατασκεύαζε
ειδικά γι’ αυτό το σκοπό.
Από την πώληση των δεκαπέντε χιλιάδων λίτρων κρασιού που θα
συγκέντρωνε, θα έβγαιναν τα απαραίτητα χρήματα για τον προϋπολογισμό του
στέμματος, τα έξοδα υγείας και μόρφωσης του λαού.
Η είδηση διαδόθηκε στο βασίλειο με ανακοινώσεις και αφίσες
στους κεντρικούς δρόμους των πόλεων. Η χαρά του κόσμου ήταν απερίγραπτη. Σε όλα
τα σπίτια ζητωκραύγαζαν υπέρ του βασιλιά και τραγουδούσαν ύμνους προς τιμήν
του.
Κάποτε ήρθε και η μέρα της συνεισφοράς. Όλη την προηγούμενη
εβδομάδα, στις γειτονιές και τις αγορές, στις πλατείες και τις εκκλησίες, οι
κάτοικοι υπενθύμιζαν ο ένας στον άλλον την υποχρέωσή του. Όλοι έπρεπε να
ανταποκριθούν στην χειρονομία του βασιλιά τους.
Από νωρίς, άρχισαν να φτάνουν από κάθε γωνιά του βασιλείου
ολόκληρες οικογένειες αμπελουργών. Ο επικεφαλής τής οικογένειας βαστούσε το
κανάτι στο χέρι. Ένας ένας ανέβαιναν στη μεγάλη σκάλα που οδηγούσε επάνω στο
τεράστιο βασιλικό βαρέλι, άδειαζαν το κανάτι τους και κατέβαιναν από την άλλη
σκάλα. Εκεί, ο θησαυροφύλακας του βασιλιά έβαζε τη βασιλική σφραγίδα στο πέτο
κάθε αγρότη.
Στα μισά του απογεύματος, όταν και ο τελευταίος αμπελουργός
είχε αδειάσει το κανάτι του, διαπίστωσαν ότι δεν έλειψε κανείς. Το πελώριο
βαρέλι των δεκαπέντε χιλιάδων λίτρων ήταν γεμάτο. Όλοι ανεξαιρέτως οι υπήκοοι
είχαν περάσει από τους βασιλικούς κήπους και είχαν αδειάσει τα κανάτια τους στο
βαρέλι.
Ο βασιλιά ήταν περήφανος και ικανοποιημένος. Όταν έπεσε ο
ήλιος, ο λαός συγκεντρώθηκε στην πλατεία μπροστά στο παλάτι. Ο μονάρχης βγήκε
στο μπαλκόνι ανάμεσα σε ζητωκραυγές. Όλοι ήταν ευτυχείς. Σ’ ένα ωραίο
κρυστάλλινο ποτήρι, κληρονομιά των προγόνων του, ο βασιλιάς είπε να του βάλουν
λίγο από το κρασί που είχε μαζευτεί. Με το ποτήρι στο χέρι, μίλησε στο λαό.
«Υπέροχε λαέ της Αμπελοχώρας. Όπως το φαντάστηκα, όλοι οι
κάτοικοι ήρθαν σήμερα στο παλάτι. Θέλω να μοιραστώ μαζί σας τη χαρά του
στέμματος, με τη διαπίστωση ότι ο λαός είναι πιστός στο βασιλιά του όπως και ο
βασιλιάς είναι πιστός στο λαό του. Και για να τιμήσω την παρουσία σας, υψώνω το
πρώτο ποτήρι απ’ αυτό το κρασί για να πιώ στην υγειά όλων σας. Σίγουρα θα είναι
το νέκταρ των θεών, αφού προέρχεται από τα καλύτερα σταφύλια του κόσμου. Ένα
κρασί φτιαγμένο από τα πιο ικανά χέρια του κόσμου και με το πολυτιμότερο αγαθό
του τόπου μας, δηλαδή την αγάπη του λαού.
Όλοι έκλαιγαν και ζητωκραύγαζαν.
Ο υπηρέτης έδωσε στο βασιλιά το ποτήρι κι αυτός το σήκωσε
για να πιει στην υγειά του λαού του που χειροκροτούσε. Όμως, η έκπληξη
σταμάτησε το χέρι του στον αέρα. Κοιτώντας το ποτήρι, ο βασιλιάς αντιλήφθηκε
ότι το υγρό που περιείχε ήταν διάφανο και άχρωμο. Αργά αργά, το έφερε στη μύτη
του που ήταν ειδικευμένη ν’ αναγνωρίζει τα καλύτερα κρασιά. Διαπίστωσε ότι δεν
είχε κανένα άρωμα. Καθώς ήταν σπουδαίος ειδικός, έφερε το ποτήρι στο στόμα του
αυτόματα και ήπιε μια γουλιά.
Το κρασί δεν είχε γεύση κρασιού ούτε και καμία άλλη!
Ο βασιλιάς ζήτησε δεύτερο ποτήρι από το βαρέλι κι ύστερα
τρίτο. Τέλος, αποφάσισε να πάει μόνος του να πάρει ένα δείγμα ανεβαίνοντας έως
το άνοιγμα. Ήταν πλέον φανερό. Άοσμο, άχρωμο και άγευστο.
Οι αλχημιστές του βασιλείου κλήθηκαν επειγόντως να αναλύσουν
το κρασί. Το συμπέρασμα βγήκε ομόφωνα. Το βαρέλι ήταν γεμάτο νερό. Καθαρό
νεράκι. Εκατό τοις εκατό νερό.
Ο μονάρχης συγκέντρωσε αμέσως όλους τους σοφούς και μάγους
του βασιλείου για να βρουν την εξήγηση στο μυστήριο. Ποια μάγια, ποια χημική
αντίδραση, ποια ξόρκια είχαν μετατρέψει αυτό το μείγμα των κρασιών σε νερό;
Ο γεροντότερος από τους υπουργούς του τον πλησίασε και του
είπε στο αφτί:
-Δεν είναι θαύμα, ούτε μάγια, ούτε αλχημεία. Τίποτες απ’
αυτά. Οι υπήκοοί μας, απλούστατα, είναι άνθρωποι, μεγαλειότατε. Αυτό είναι όλο.
-Δεν καταλαβαίνω. Είπε ο βασιλιάς.
-Ας πάρουμε για παράδειγμα τον Γιάννη. Είπε ο υπουργός. -Ο
Γιάννης έχει ένα τεράστιο αμπελώνα από τις πλαγιές του βουνού ως το ποτάμι. Τα
σταφύλια του είναι από τα καλύτερα του βασιλείου και το κρασί του το πρώτο που
θα πουληθεί στην καλύτερη τιμή. Σήμερα το πρωί, ενώ η οικογένειά του
ετοιμαζόταν να κατέβει στην πρωτεύουσα, μια ιδέα πέρασε από το μυαλό του
Γιάννη. Αν έβαζε νερό στο κανάτι αντί για κρασί; Ποιος θα καταλάβαινε τη
διαφορά; Ένα κανάτι νερό μέσα σε δεκαπέντε χιλιάδες λίτρα κρασί! Αδύνατον να
γίνει αντιληπτό. Κανένας δεν θα το καταλάβαινε! Και κανένας δεν θα το
καταλάβαινε, αν δεν υπήρχε μια λεπτομέρεια, μεγαλειότατε. Μια μικρή
λεπτομέρεια. Ότι όλοι σκέφτηκαν το ίδιο!
Χόρχε Μπουκάϊ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου