Αναμνήσεις από την Αίγυπτο
Ιστορίες από παππού σε παππού από την Στέλλα Ξυδιά
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΙ ΣΤΕΛΛΑ
Featured image Από τα Βουρλά στην Αίγυπτο
Ήταν δεν ήταν 6 μηνών το πρώτο τους παιδί όταν έφθασαν στην Αίγυπτο. Η μητέρα το κρατούσε σφικτά, ένα τόσο δα μπογαλάκι στην αγκαλιά της…Ο πατέρας έριχνε κλεφτές ματιές ,μια στην γυναίκα του και μια στο μωρό που κάπου-κάπου έβγαζε τσιριχτές φωνούλες. Φαινόταν λίγο ανήσυχος … Αυτή η νέα χώρα που μόλις είχαν πατήσει το πόδι τους ήταν τόσο ξενική! ‘ Αραγε θα κατάφερναν να ριζώσουν και να προκόψουν; Σίγουρα “ναι” έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του… Μια ζεστασιά πλημμύρισε την καρδιά του, λες και ήξερε πως εδώ σ’αυτά τα χώματα, ανάμεσα σ’αυτούς τους καλόκαρδους ανθρώπους με τις μακριές “φουστάνες” και την περίεργη γλώσσα θα εύρισκε την ευτυχία και την ηρεμία…
Αύγουστος του 1923 στην Αλεξάνδρεια και η ζέστη αφόρητη… Επιτέλους είχαν φθάσει στον προορισμό τους..
Ο Κωνσταντίνος κρατούσε μία μικρή πάνινη τσάντα όπου είχε όλα τα υπάρχοντά τους και μόνο τα μάτια του έδειχναν την ανησυχία του. Τράβηξε την γυναίκα του απαλά από τον ώμο και κάθισαν σ’ ένα μικρό πεζούλι. Η Στέλλα κατέβασε με μεγάλη προσοχή το πολύτιμο φορτίο της κι άνοιξε τον κόρφο της , ενώ ο άντρας έριχνε πάνω της ένα λεπτό σάλι, φερμένο από την πατρίδα, για προστασία από τις μύγες και τα βλέμματα. Σε λίγο το μωρό ηρέμησε και ξεκίνησαν πάλι να απομακρυνθούν από την προβλήτα .
Μόλις που είχαν αποβιβασθεί από το πλοίο που τους είχε έφερε από την Χίο. Εκατοντάδες Έλληνες ήσαν σαν κι αυτούς, άλλοι με τις οικογένειές τους – όσες είχαν απομείνει δηλαδή- κι άλλοι ολομόναχοι να κοιτάζουν και να μην βλέπουν, να περπατάνε στο πουθενά περιμένοντας ποιος ξέρει τι, με την αγωνία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους.
Μέσα σε ένα μήνα είχαν περάσει τόσο τρόμο και πόνο,ώστε και μόνο που η ζωή τους δεν κινδύνευε πια ήταν αρκετό. Τι κι αν ο θόρυβος των κάρων και οι φωνές των μικροπωλητών ήταν εκκωφαντικός? Τι κι αν οι μύγες δεν σε άφηναν σε ησυχία? Είχαν επιτέλους βρει ένα καταφύγιο όπου θα μπορούσαν να δημιουργήσουν την ζωή τους όπως την ήθελαν, όπου δεν θα ήσαν κατατρεγμένοι.
Σαν χθες πέρασαν από τα μάτια του Κωνσταντίνου τα τότε γεγονότα. Μόλις μερικών μηνών το πρώτο τους κοριτσάκι, η Ελεονόρα, και τα μαντάτα δεν ήσαν και τόσο καλά..
Ζούσαν όλοι μαζί, η μητέρα του, ο πατέρας, δύο αδελφές κι ένας αδελφός στα Βουρλά, μία μικρή πόλη ανάμεσα από την Σμύρνη και την Κρήνη η αλλιώς Τσεσμέ. Μεγάλο το σπίτι, ξύλινο με όλες τις ανέσεις! 50 χρόνια το έχτιζε σιγά-σιγά ο καημένος ο πατέρας του. Με κάθε νέο μέλος που ερχότανε στην οικογένεια, πρόσθετε κι ένα δωμάτιο. Όλοι δουλεύανε σκληρά για να μην τους λείψει τίποτα! Από τον πιο μικρό στον πιο μεγάλο . Όταν αντίκρισε την Στέλλα πηγαίνοντας να δώσει μέρος της σοδειάς στον χονδρέμπορο, κατάλαβε αμέσως ότι θα γινόταν γυναίκα του και όλα πήραν τον δρόμο τους φυσιολογικά, με τα πατροπαράδοτα “προξενιά” όπως το συνήθιζαν τότε… Εκείνη είπε αμέσως το “ναι” σ’ αυτό το όμορφο ψηλό παλικάρι και μετά τον γάμο, ήταν σαν να γνωριζόντουσαν χρόνια.. Ένας βαθύς έρωτας ρίζωσε στις καρδιές τους και ήταν η απαρχή μιας υπέροχης ζωής ως τα γεράματα…
Από το τέλος του 1916 είχε αρχίσει να σιγοβράζει το καζάνι.. Άρχισε να δρομολογείται ο εκτοπισμός του Ελληνικού πληθυσμού και η ανησυχία όλων ήταν πολύ μεγάλη. Δεν περίμεναν όμως την συμφορά πού θα ακολουθούσε. Όταν πλέον έγινε η απόβαση των Ελλήνων στη Σμύρνη και ξεσηκώθηκαν οι Τούρκοι, άρχισε και η τραγωδία. Πάνω από 1.500.000 Έλληνες αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες των προγόνων τους, μαζί και η οικογένεια του Κωνσταντίνου, αφήνοντας πίσω τους πάνω από 600.000 νεκρούς.
Τότε στην Μικρά Ασία ζούσαν περίπου 3.000.000 Έλληνες και οι Τούρκοι είχαν βγάλει “φιρμάνι” από τον Νοέμβριο του 1916 για την εκκένωση και την εγκατάλειψη των σπιτιών και των περιουσιών τους πράγμα που σήμαινε τον ξεριζωμό και την καταστροφή τους. Αλλά αυτό που θα συνέβαινε δεν το περίμεναν …
Οι σφαγές ξεκίνησαν τον Αύγουστο του 1922 και η οικογένεια του Κωνσταντίνου δεν άργησε και πολύ να ξεσηκωθεί. Αποφάσισαν να φύγουν το συντομότερο αφήνοντας πίσω τα πάντα…. Όλο το βίος τους και τους κόπους μιας ζωής… Προορισμός τους ο Τσεσμές μία μικρή παραλιακή τοποθεσία σε μικρή απόσταση από την Χίο. Εκεί ήλπιζαν να βρουν καίκι για να περάσουν απέναντι. Σαν από διαίσθηση ο αρχηγός της οικογένειας δεν ήθελε να πάνε προς την Σμύρνη.
Μόνο ένα σακουλάκι χρυσές λίρες – όλη του η περιουσία – πήρε ο Αρχηγός της οικογένειας ,τις οποίες και μοίρασε αμέσως στα παιδιά του γιατί ήξερε πως αυτό θα ήταν το μέσο για την σωτηρία τους.
Φθάνοντας στο μικρό παραλιακό χωριουδάκι, υπήρχε μεγάλη κίνηση από ανθρώπους και ζώα. Δεν είχαν έρθει ακόμα οι ορδές των Τούρκων αλλά τα μοιρολόγια είχαν ήδη αρχίσει. Μερικά καίκια έπαιρναν τους τρελαμένους ανθρώπους αντί αδράς αμοιβής. Όποιος δεν είχε θα έμενε πίσω.
Τρέχοντας δεξιά κι αριστερά για να καταφέρει να βρει το καίκι που θα τους περνούσε το συντομότερο στην Χίο χώρισε με τους γονείς και τα αδέλφια του. Όσο και να προσπαθούσε να τους εντοπίσει ήταν μάταιο. Όλοι παρακαλούσαν να φύγουν πληρώνοντας όσο-όσο και ήταν σαν το μελίσσι αυτή η βουή της αγωνίας.
. Κάθε νύχτα ο ουρανός βαφόταν κατακόκκινος από την μεριά της Σμύρνης . Τα μαντάτα λέγανε για μεγάλη καταστροφή και πως όλα καιγόντουσαν… Λέγανε πως χιλιάδες ήσαν τα πτώματα στον κόλπο της Σμύρνης…
Κάποια στιγμή ο Κωνσταντίνος παρατήρησε μια περίεργη σιωπή η οποία δεν του άρεσε. Κάτι συνέβαινε …το προαισθανόταν. ‘Αρπαξε την γυναίκα και το μωρό του και με τα νύχια του άρχισε να σκάβει κάτω από κάτι χαλάσματα μέχρι που τα δάχτυλά του μάτωσαν Έπρεπε να κρυφθούν το συντομότερο όσο πιο βαθιά γινότανε. Και πράγματι. Σε λίγο οι στριγκλιές και τα ουρλιαχτά μεταμόρφωσαν τον τόπο σε κόλαση. Τίποτα δεν άφησαν όρθιο οι Τούρκοι… Αυτό το χωριουδάκι με τις τόσες ψυχές σε λίγο κάηκε συν θέμελα. Βίαζαν, κόβανε κεφάλια κι έκλεβαν ακόμα και τα πτώματα ..
Δύο μέρες και δύο νύχτες ήσαν χωμένοι κάτω από την γη με μία μαρμάρινη πλάκα τραβηγμένη πάνω από το κεφάλι τους. Τώρα μία ησυχία θανάτου απλωνόταν παντού..Σαν άκουσε το σούρσιμο των ποδιών από πάνω, πόδια κουρασμένα που μαρτυρούσαν την δυστυχία και την απόγνωση, αποφάσισε πως ήρθε η ώρα να βγουν. Οι Τούρκοι δεν είχαν πια τίποτα άλλο να κάψουν.. Έφυγαν γι αλλού να συνεχίσουν το απεχθές τους έργο. Ο Κωνσταντίνος έπρεπε να βρει τρόπο να φύγουν το συντομότερο.
Βγαίνοντας από το κρησφύγετό τους όσο κι αν έψαξαν δεν μπόρεσαν να εντοπίσουν κανέναν από την οικογένεια. Ευτυχώς που δεν είχαν κατευθυνθεί προς την Σμύρνη. Δεν ήξεραν βέβαια ακόμα τι είχε συμβεί με τις χιλιάδες τα κορμιά να επιπλέουν στην θάλασσα και χιλιάδες να έχουν κατακρεουργηθεί… Έμαθαν αργότερα πως πάνω από ένα εκατομμύριο ψυχές περίμεναν στις προκυμαίες να επιβιβασθούν στα πλοία των Ξένων Δυνάμεων οι οποίοι όμως δεν τους έπαιρναν. Ευχαριστούσε τον Θεό που αυτή τους η απόφαση να πάνε προς την αντίθετη κατεύθυνση ήταν και η σωτηρία τους
Τα είχαν καταφέρει. σχεδόν όλες οι λίρες που του είχε δώσει ο πατέρας πήγαν στον Τούρκο ψαρά για να τους φυγαδεύσει… Η αυγή τους βρήκε στα παράλια της Χίου…
Στο νησί δεν έμειναν παρά μερικούς μήνες. Δεν είχαν και την καλύτερη υποδοχή από τους κατοίκους εκεί. Η φτώχεια που τους βασάνιζε ήταν εμφανής . Αγριεμένες φυσιογνωμίες είχαν αυτοί οι νησιώτες που όσο κι αν ένιωθαν λύπηση γι αυτούς τους κατατρεγμένους και πονεμένους πρόσφυγες δεν μπορούσαν να τους καλοδεχτούν .
Από την οικογένειά τους κανένα νέο. Όποιον και να ρωτούσαν γι αυτούς δεν ήξερε. Ο Κωνσταντίνος έβαζε τα χειρότερα με το μυαλό του αλλά έπρεπε να αποφασίσει τι θα κάνει. Είχε γυναίκα και παιδί. Δεν ήθελε να μείνει στο νησί όπου δεν έβλεπε κανένα μέλλον, αλλά να πάει πού; στην Αθήνα; Δεν του καλάρεσε η ιδέα. Η πρωτεύουσα δεν τον έλκυε.
Μία μέρα, κάνοντας την γύρα του στην αγορά, άκουσε να μιλούν για ένα βαπόρι που θα έπιανε λιμάνι την επομένη κιόλας. Ερχόταν λέει από τον Πειραιά για να μεταφέρει όσους πρόσφυγες ήθελαν προς την Αίγυπτο.
Δεν χρειαζόταν και δεύτερη σκέψη. Επέστρεψε στην μικρή νοικιασμένη καμαρούλα τους κι άρχισε τις προετοιμασίες. Η Στέλλα αμέσως συμφώνησε με την απόφαση του άντρα της, κι έτσι το πρωί κίνησαν για την αποβάθρα στο πλοίο και στην σωτηρία. ‘Οταν αντίκρισαν το λιμάνι της Αλεξάνδρειας ήξεραν πως τα βάσανά τους είχαν τελειώσει. Από εδώ κι εμπρός θα έκαναν το παν για να δώσουν στα παιδιά τους μία καλύτερη μοίρα.
Η Αλεξάνδρεια τους φάνταζε αχανής. Μην γνωρίζοντας την γλώσσα ο Κωνσταντίνος προσπαθούσε με νοήματα να βγάλει άκρη. Μάταιος κόπος. ‘Επρεπε να βρουν κάποιο δωματιάκι και κανέναν φούρνο να αγοράσουνε ψωμί. Οι ντόπιοι ήθελαν να τους βοηθήσουν κι ο ένας τους τραβούσε απ’ εδώ κι ο άλλος απ εκεί. Γελούσαν μ’αυτά τα καμώματα αλλά και δεν αποφάσιζαν να ξεκινήσουν. Πίσω τους ακούστηκε τότε κάποιος να μιλά ελληνικά φωνάζοντας:” Παρακαλώ όσοι είναι Έλληνες να με ακολουθήσουν Όσοι είναι Έλληνες.”
Έστριψε απότομα το κεφάλι και όλο το άγχος του έφυγε μονομιάς. Η Ελληνική Κοινότητα Αλεξανδρείας ήταν πάντοτε παρούσα σε κάθε άφιξη από την πατρίδα… Έτσι και τώρα. Η υποδοχή που τους έγινε πάντα θα έμενε χαραγμένη στην μνήμη τους . Τους βοήθησαν με κάθε τρόπο να ριζώσουν και στήριξαν τα πρώτα τους βήματα…
Ο Κωνσταντίνος και η Στέλλα μεγάλωσαν 12 παιδιά. εννέα κορίτσια και τρία αγόρια. Εκείνος πρόκοψε και με την εξυπνάδα του δημιούργησε μεγάλη περιουσία. Και οι δύο έζησαν έως τα βαθιά γεράματα στην αγαπημένη τους Αίγυπτο, την χώρα που τους αγκάλιασε και τους προσέφερε μία άνετη κι ευτυχισμένη ζωή.
Το μικρότερο παιδί του Κωνσταντίνου, ο Νικόλαος, ήταν ο πατέρας μου…
Ιστορίες από παππού σε παππού από την Στέλλα Ξυδιά
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΙ ΣΤΕΛΛΑ
Featured image Από τα Βουρλά στην Αίγυπτο
Ήταν δεν ήταν 6 μηνών το πρώτο τους παιδί όταν έφθασαν στην Αίγυπτο. Η μητέρα το κρατούσε σφικτά, ένα τόσο δα μπογαλάκι στην αγκαλιά της…Ο πατέρας έριχνε κλεφτές ματιές ,μια στην γυναίκα του και μια στο μωρό που κάπου-κάπου έβγαζε τσιριχτές φωνούλες. Φαινόταν λίγο ανήσυχος … Αυτή η νέα χώρα που μόλις είχαν πατήσει το πόδι τους ήταν τόσο ξενική! ‘ Αραγε θα κατάφερναν να ριζώσουν και να προκόψουν; Σίγουρα “ναι” έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του… Μια ζεστασιά πλημμύρισε την καρδιά του, λες και ήξερε πως εδώ σ’αυτά τα χώματα, ανάμεσα σ’αυτούς τους καλόκαρδους ανθρώπους με τις μακριές “φουστάνες” και την περίεργη γλώσσα θα εύρισκε την ευτυχία και την ηρεμία…
Αύγουστος του 1923 στην Αλεξάνδρεια και η ζέστη αφόρητη… Επιτέλους είχαν φθάσει στον προορισμό τους..
Ο Κωνσταντίνος κρατούσε μία μικρή πάνινη τσάντα όπου είχε όλα τα υπάρχοντά τους και μόνο τα μάτια του έδειχναν την ανησυχία του. Τράβηξε την γυναίκα του απαλά από τον ώμο και κάθισαν σ’ ένα μικρό πεζούλι. Η Στέλλα κατέβασε με μεγάλη προσοχή το πολύτιμο φορτίο της κι άνοιξε τον κόρφο της , ενώ ο άντρας έριχνε πάνω της ένα λεπτό σάλι, φερμένο από την πατρίδα, για προστασία από τις μύγες και τα βλέμματα. Σε λίγο το μωρό ηρέμησε και ξεκίνησαν πάλι να απομακρυνθούν από την προβλήτα .
Μόλις που είχαν αποβιβασθεί από το πλοίο που τους είχε έφερε από την Χίο. Εκατοντάδες Έλληνες ήσαν σαν κι αυτούς, άλλοι με τις οικογένειές τους – όσες είχαν απομείνει δηλαδή- κι άλλοι ολομόναχοι να κοιτάζουν και να μην βλέπουν, να περπατάνε στο πουθενά περιμένοντας ποιος ξέρει τι, με την αγωνία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους.
Μέσα σε ένα μήνα είχαν περάσει τόσο τρόμο και πόνο,ώστε και μόνο που η ζωή τους δεν κινδύνευε πια ήταν αρκετό. Τι κι αν ο θόρυβος των κάρων και οι φωνές των μικροπωλητών ήταν εκκωφαντικός? Τι κι αν οι μύγες δεν σε άφηναν σε ησυχία? Είχαν επιτέλους βρει ένα καταφύγιο όπου θα μπορούσαν να δημιουργήσουν την ζωή τους όπως την ήθελαν, όπου δεν θα ήσαν κατατρεγμένοι.
Σαν χθες πέρασαν από τα μάτια του Κωνσταντίνου τα τότε γεγονότα. Μόλις μερικών μηνών το πρώτο τους κοριτσάκι, η Ελεονόρα, και τα μαντάτα δεν ήσαν και τόσο καλά..
Ζούσαν όλοι μαζί, η μητέρα του, ο πατέρας, δύο αδελφές κι ένας αδελφός στα Βουρλά, μία μικρή πόλη ανάμεσα από την Σμύρνη και την Κρήνη η αλλιώς Τσεσμέ. Μεγάλο το σπίτι, ξύλινο με όλες τις ανέσεις! 50 χρόνια το έχτιζε σιγά-σιγά ο καημένος ο πατέρας του. Με κάθε νέο μέλος που ερχότανε στην οικογένεια, πρόσθετε κι ένα δωμάτιο. Όλοι δουλεύανε σκληρά για να μην τους λείψει τίποτα! Από τον πιο μικρό στον πιο μεγάλο . Όταν αντίκρισε την Στέλλα πηγαίνοντας να δώσει μέρος της σοδειάς στον χονδρέμπορο, κατάλαβε αμέσως ότι θα γινόταν γυναίκα του και όλα πήραν τον δρόμο τους φυσιολογικά, με τα πατροπαράδοτα “προξενιά” όπως το συνήθιζαν τότε… Εκείνη είπε αμέσως το “ναι” σ’ αυτό το όμορφο ψηλό παλικάρι και μετά τον γάμο, ήταν σαν να γνωριζόντουσαν χρόνια.. Ένας βαθύς έρωτας ρίζωσε στις καρδιές τους και ήταν η απαρχή μιας υπέροχης ζωής ως τα γεράματα…
Από το τέλος του 1916 είχε αρχίσει να σιγοβράζει το καζάνι.. Άρχισε να δρομολογείται ο εκτοπισμός του Ελληνικού πληθυσμού και η ανησυχία όλων ήταν πολύ μεγάλη. Δεν περίμεναν όμως την συμφορά πού θα ακολουθούσε. Όταν πλέον έγινε η απόβαση των Ελλήνων στη Σμύρνη και ξεσηκώθηκαν οι Τούρκοι, άρχισε και η τραγωδία. Πάνω από 1.500.000 Έλληνες αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες των προγόνων τους, μαζί και η οικογένεια του Κωνσταντίνου, αφήνοντας πίσω τους πάνω από 600.000 νεκρούς.
Τότε στην Μικρά Ασία ζούσαν περίπου 3.000.000 Έλληνες και οι Τούρκοι είχαν βγάλει “φιρμάνι” από τον Νοέμβριο του 1916 για την εκκένωση και την εγκατάλειψη των σπιτιών και των περιουσιών τους πράγμα που σήμαινε τον ξεριζωμό και την καταστροφή τους. Αλλά αυτό που θα συνέβαινε δεν το περίμεναν …
Οι σφαγές ξεκίνησαν τον Αύγουστο του 1922 και η οικογένεια του Κωνσταντίνου δεν άργησε και πολύ να ξεσηκωθεί. Αποφάσισαν να φύγουν το συντομότερο αφήνοντας πίσω τα πάντα…. Όλο το βίος τους και τους κόπους μιας ζωής… Προορισμός τους ο Τσεσμές μία μικρή παραλιακή τοποθεσία σε μικρή απόσταση από την Χίο. Εκεί ήλπιζαν να βρουν καίκι για να περάσουν απέναντι. Σαν από διαίσθηση ο αρχηγός της οικογένειας δεν ήθελε να πάνε προς την Σμύρνη.
Μόνο ένα σακουλάκι χρυσές λίρες – όλη του η περιουσία – πήρε ο Αρχηγός της οικογένειας ,τις οποίες και μοίρασε αμέσως στα παιδιά του γιατί ήξερε πως αυτό θα ήταν το μέσο για την σωτηρία τους.
Φθάνοντας στο μικρό παραλιακό χωριουδάκι, υπήρχε μεγάλη κίνηση από ανθρώπους και ζώα. Δεν είχαν έρθει ακόμα οι ορδές των Τούρκων αλλά τα μοιρολόγια είχαν ήδη αρχίσει. Μερικά καίκια έπαιρναν τους τρελαμένους ανθρώπους αντί αδράς αμοιβής. Όποιος δεν είχε θα έμενε πίσω.
Τρέχοντας δεξιά κι αριστερά για να καταφέρει να βρει το καίκι που θα τους περνούσε το συντομότερο στην Χίο χώρισε με τους γονείς και τα αδέλφια του. Όσο και να προσπαθούσε να τους εντοπίσει ήταν μάταιο. Όλοι παρακαλούσαν να φύγουν πληρώνοντας όσο-όσο και ήταν σαν το μελίσσι αυτή η βουή της αγωνίας.
. Κάθε νύχτα ο ουρανός βαφόταν κατακόκκινος από την μεριά της Σμύρνης . Τα μαντάτα λέγανε για μεγάλη καταστροφή και πως όλα καιγόντουσαν… Λέγανε πως χιλιάδες ήσαν τα πτώματα στον κόλπο της Σμύρνης…
Κάποια στιγμή ο Κωνσταντίνος παρατήρησε μια περίεργη σιωπή η οποία δεν του άρεσε. Κάτι συνέβαινε …το προαισθανόταν. ‘Αρπαξε την γυναίκα και το μωρό του και με τα νύχια του άρχισε να σκάβει κάτω από κάτι χαλάσματα μέχρι που τα δάχτυλά του μάτωσαν Έπρεπε να κρυφθούν το συντομότερο όσο πιο βαθιά γινότανε. Και πράγματι. Σε λίγο οι στριγκλιές και τα ουρλιαχτά μεταμόρφωσαν τον τόπο σε κόλαση. Τίποτα δεν άφησαν όρθιο οι Τούρκοι… Αυτό το χωριουδάκι με τις τόσες ψυχές σε λίγο κάηκε συν θέμελα. Βίαζαν, κόβανε κεφάλια κι έκλεβαν ακόμα και τα πτώματα ..
Δύο μέρες και δύο νύχτες ήσαν χωμένοι κάτω από την γη με μία μαρμάρινη πλάκα τραβηγμένη πάνω από το κεφάλι τους. Τώρα μία ησυχία θανάτου απλωνόταν παντού..Σαν άκουσε το σούρσιμο των ποδιών από πάνω, πόδια κουρασμένα που μαρτυρούσαν την δυστυχία και την απόγνωση, αποφάσισε πως ήρθε η ώρα να βγουν. Οι Τούρκοι δεν είχαν πια τίποτα άλλο να κάψουν.. Έφυγαν γι αλλού να συνεχίσουν το απεχθές τους έργο. Ο Κωνσταντίνος έπρεπε να βρει τρόπο να φύγουν το συντομότερο.
Βγαίνοντας από το κρησφύγετό τους όσο κι αν έψαξαν δεν μπόρεσαν να εντοπίσουν κανέναν από την οικογένεια. Ευτυχώς που δεν είχαν κατευθυνθεί προς την Σμύρνη. Δεν ήξεραν βέβαια ακόμα τι είχε συμβεί με τις χιλιάδες τα κορμιά να επιπλέουν στην θάλασσα και χιλιάδες να έχουν κατακρεουργηθεί… Έμαθαν αργότερα πως πάνω από ένα εκατομμύριο ψυχές περίμεναν στις προκυμαίες να επιβιβασθούν στα πλοία των Ξένων Δυνάμεων οι οποίοι όμως δεν τους έπαιρναν. Ευχαριστούσε τον Θεό που αυτή τους η απόφαση να πάνε προς την αντίθετη κατεύθυνση ήταν και η σωτηρία τους
Τα είχαν καταφέρει. σχεδόν όλες οι λίρες που του είχε δώσει ο πατέρας πήγαν στον Τούρκο ψαρά για να τους φυγαδεύσει… Η αυγή τους βρήκε στα παράλια της Χίου…
Στο νησί δεν έμειναν παρά μερικούς μήνες. Δεν είχαν και την καλύτερη υποδοχή από τους κατοίκους εκεί. Η φτώχεια που τους βασάνιζε ήταν εμφανής . Αγριεμένες φυσιογνωμίες είχαν αυτοί οι νησιώτες που όσο κι αν ένιωθαν λύπηση γι αυτούς τους κατατρεγμένους και πονεμένους πρόσφυγες δεν μπορούσαν να τους καλοδεχτούν .
Από την οικογένειά τους κανένα νέο. Όποιον και να ρωτούσαν γι αυτούς δεν ήξερε. Ο Κωνσταντίνος έβαζε τα χειρότερα με το μυαλό του αλλά έπρεπε να αποφασίσει τι θα κάνει. Είχε γυναίκα και παιδί. Δεν ήθελε να μείνει στο νησί όπου δεν έβλεπε κανένα μέλλον, αλλά να πάει πού; στην Αθήνα; Δεν του καλάρεσε η ιδέα. Η πρωτεύουσα δεν τον έλκυε.
Μία μέρα, κάνοντας την γύρα του στην αγορά, άκουσε να μιλούν για ένα βαπόρι που θα έπιανε λιμάνι την επομένη κιόλας. Ερχόταν λέει από τον Πειραιά για να μεταφέρει όσους πρόσφυγες ήθελαν προς την Αίγυπτο.
Δεν χρειαζόταν και δεύτερη σκέψη. Επέστρεψε στην μικρή νοικιασμένη καμαρούλα τους κι άρχισε τις προετοιμασίες. Η Στέλλα αμέσως συμφώνησε με την απόφαση του άντρα της, κι έτσι το πρωί κίνησαν για την αποβάθρα στο πλοίο και στην σωτηρία. ‘Οταν αντίκρισαν το λιμάνι της Αλεξάνδρειας ήξεραν πως τα βάσανά τους είχαν τελειώσει. Από εδώ κι εμπρός θα έκαναν το παν για να δώσουν στα παιδιά τους μία καλύτερη μοίρα.
Η Αλεξάνδρεια τους φάνταζε αχανής. Μην γνωρίζοντας την γλώσσα ο Κωνσταντίνος προσπαθούσε με νοήματα να βγάλει άκρη. Μάταιος κόπος. ‘Επρεπε να βρουν κάποιο δωματιάκι και κανέναν φούρνο να αγοράσουνε ψωμί. Οι ντόπιοι ήθελαν να τους βοηθήσουν κι ο ένας τους τραβούσε απ’ εδώ κι ο άλλος απ εκεί. Γελούσαν μ’αυτά τα καμώματα αλλά και δεν αποφάσιζαν να ξεκινήσουν. Πίσω τους ακούστηκε τότε κάποιος να μιλά ελληνικά φωνάζοντας:” Παρακαλώ όσοι είναι Έλληνες να με ακολουθήσουν Όσοι είναι Έλληνες.”
Έστριψε απότομα το κεφάλι και όλο το άγχος του έφυγε μονομιάς. Η Ελληνική Κοινότητα Αλεξανδρείας ήταν πάντοτε παρούσα σε κάθε άφιξη από την πατρίδα… Έτσι και τώρα. Η υποδοχή που τους έγινε πάντα θα έμενε χαραγμένη στην μνήμη τους . Τους βοήθησαν με κάθε τρόπο να ριζώσουν και στήριξαν τα πρώτα τους βήματα…
Ο Κωνσταντίνος και η Στέλλα μεγάλωσαν 12 παιδιά. εννέα κορίτσια και τρία αγόρια. Εκείνος πρόκοψε και με την εξυπνάδα του δημιούργησε μεγάλη περιουσία. Και οι δύο έζησαν έως τα βαθιά γεράματα στην αγαπημένη τους Αίγυπτο, την χώρα που τους αγκάλιασε και τους προσέφερε μία άνετη κι ευτυχισμένη ζωή.
Το μικρότερο παιδί του Κωνσταντίνου, ο Νικόλαος, ήταν ο πατέρας μου…
Αυτό που μόλις διαβάσατε είναι το υπόδειγμα από όπου πήραμε την ιδέα για την δημιουργία του νέου Ιστοτόπου, για όσους ανταποκριθούν στην πρόσκληση που επισυνάπτω παρακάτω
----------
Forwarded message ----------
From: ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΪΡΟΥ
<syl.el.kairoy@gmail.com>
Date: 2017-10-14 10:15 GMT+03:00
Subject:
To:
Eνδιαφερουσα η Προταση!!!
Αγαπητοί φίλοι.
Τα περισσότερα μέλη του Συλλόγου μας τα έχουμε τα χρονάκια μας και όσο περνά ο
καιρός λιγοστεύουμε. Έχω ακούσει πολλές φορές να λένε κάποιοι πως «-Η δική μου
ιστορία είναι βιβλίο» και το πιστεύουνε. Τους δίνεται λοιπόν η ευκαιρία να το
γράψουν για να μην ξεχαστούν.
Υπήρξαν κάποιες σοβαρές προσωπικότητες που θα λησμονηθούν
και θα είναι κρίμα, ίσως να είμαστε και υπεύθυνοι.
Καλούμε τα μέλη της ομάδας μας χωρίς να απομακρυνθούν από FB
να μας στείλουν με μήνυμα ένα αναμνηστικό βιογραφικό από τα χρόνια της Αιγύπτου.
Να γράψουν για τους γονείς τους ή και τους παππούδες τους τι δουλειά κάνανε,
από πού ξεκινήσανε που μένανε πως ήταν το σπίτι τους και σε ποια γειτονιά,
ακόμα σε ποιο σχολείο φοιτήσανε, αν ήταν πρόσκοποι σε ποια περιφέρεια ομάδα
ποια ενωμοτία και με ποια ιεραρχία , αν ήταν σε αθλητικό όμιλο ποιος ήταν ο
προπονητής ποιοι οι συμπαίκτες ποια έπαθλα κέρδισαν, αν ήταν σε χριστιανικές
νεανικές ομάδες και ακόμα ότι θέλουν τελειώνοντας πάντα στην στιγμή της
αναχωρήσεως από την Αίγυπτο λέγοντας απλά που έφτασαν για να συνεχίσουν την ζωή
τους. Μερικές φωτογραφίες θα είναι
ευχαρίστως ευπρόσδεκτες.
Εάν κάποιοι νομίζουν πως δεν έχουν ταλέντο ή γνώσεις να
συντάξουν κείμενο, ας το γράψουν όπως μπορούν με την ένδειξη (χρειάζεται
βελτίωση) και θα βοηθήσουμε όσο μπορούμε, θα δημοσιευτεί αφού πάρει έγκριση από
τον αποστολέα
Θα δημιουργήσουμε ένα
νέο ιστότοπο αποκλειστικά με αυτό υλικό, για να μπορεί ο ερευνητής του
μέλλοντος να μην ταλαιπωρείται στις αναζητήσεις προσώπων. Θα είναι εύχρηστος
και χρήσιμος και για τα μέλη της ομάδας που θα μπορούν εντοπίσουν άτομα που
είναι μέλη αλλά δεν έχουν επαφή μεταξύ τους.
Εάν μέχρι το τέλος του
χρόνου έχoυμε τουλάχιστον 20 εγγραφές, θα προχωρήσουμε στην κατασκευή του ιστοτόπου, αν όχι θα
θεωρήσουμε πως η πρόταση απορρίφθηκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου