Ο άνθρωπος γεννιέται ελεύθερος. Κυριολεκτικά ελεύθερος.
Γεννιέται γυμνός.
Γυμνός από φόβους.
Από ενοχές.
Γυμνός από προβλήματα.
Γεννιέται γεμάτος Αγάπη και φως. Χωρίς αλυσίδες στα πόδια
του.
Αυτές, προκύπτουν στην πορεία.
Κι έχουν πολλά ονόματα. Τις
συμφέρει, για να μη μπορείς να τις αναγνωρίζεις εύκολα.
Λέγονται ανησυχίες. Άγχος. Πίεση. Πόνος. Δυσκολία. Φόβος.
Ανάγκη. Ανάγκες για επιβεβαίωση. Ανάγκες επιβολής. Εξουσίας. Ανάγκες για ισχύ.
Για υλικά αγαθά. Λέγονται ρούχα. Σπίτια. Αυτοκίνητα. Εξοχικά. Λέγονται πλούτος.
Λέγονται χρήμα. Χρήματα…
Ένα ον τέλεια δημιουργημένο, -μια αντανάκλαση καθαρής, αγνής
Αγάπης- ένα ον με έναν υπέροχο νου, με ένα αψεγάδιαστο σώμα, αυτό το ον στήριξε
ολόκληρη τη ζωή του στα χρήματα. Αυτό το ον διαμόρφωσε την πραγματικότητά του
σύμφωνα με τις προσταγές του χρήματος.
Επέτρεψε – σχεδόν χαρούμενος μ’ αυτή του την κίνηση – σ’
αυτά τα μικρά, πολύχρωμα χαρτάκια να τον εξουσιάζουν. Να κυριαρχούν πάνω του.
Τους έδωσε αξία. Αξιολύπητο. Πίστεψε πως θα του διευκολύνουν τη ζωή. Κι εκείνα
τον κατέστρεψαν. Τον διέφθειραν. Έβγαλαν το χειρότερο εαυτό του από μέσα του.
Τα χρήματα χώρισαν τους ανθρώπους σε κατηγορίες. Τους απομάκρυναν. Και πλέον
δεν μπορούν να επιβιώσουν χωρίς αυτά.
Αυτό το υπέροχο ον, ενώ γεννιέται ελεύθερο, χωρίς
προσδοκίες, χωρίς ψεύτικες ανάγκες, καταλήγει εθισμένο στο χρήμα. Και όλοι
παίζουν αυτό το παιχνίδι. Όλοι έχουν πιστέψει τόσο πολύ στην ψευδαίσθηση αυτή,
που έχουν ξεχάσει την αλήθεια. Την αλήθεια που θα μπορούσε να τους λυτρώσει.
Πως ο άνθρωπος γεννιέται γυμνός, άρα μπορεί να επιβιώσει έτσι.
-Η φύση δεν κάνει λάθη. Πως αν είχε ανάγκη από χρήματα, θα
είχε γεννηθεί μ’ αυτά.
Κι όμως, ξεχνάει. Ξεχνά και τυφλώνεται. Δε βλέπει την
ομορφιά γύρω του γιατί το μόνο που ψάχνει να βρει είναι πλούτος. Εύκολος
πλούτος. Δε νιώθει με όλες του τις αισθήσεις, γιατί τα πολλά ρούχα του τις
φυλακίζουν. Δεν έρχεται σε επαφή με τη φύση, γιατί έχει πολλά να κάνει μέσα στα
σπίτια του. Δεν αγγίζει σε βάθος, δεν αγκαλιάζει με Αγάπη, δε μιλά μέσα από την
ψυχή του, δε ζει συνειδητά. Ζει μηχανικά. Αφήνει την ευτυχία να ξεγλιστρά από
τα χέρια του. Την προσπερνά. Γιατί νομίζει πως θα τη βρει μόνο αν κοπιάσει. Αν
παλέψει. Αν κερδίσει αρκετά χρήματα. Αν έχει δύναμη και καλύψει μ’ αυτή όλα τα
κενά του. Αν κατακτήσει όσα θέλει. Και καταλήγει να νομίζει πως δεν έχει
τίποτα. Δεν έχει χρόνο, δεν έχει χρήματα, δεν έχει αρκετή χαρά, δεν έχει ποτέ
αρκετά πράγματα, θέλει κι άλλη ύλη να αγγίζει για να νιώθει πως υπάρχει, δεν
έχει πολλά ακόμα, δεν έχει αρκετούς φίλους, ο εαυτός του δεν είναι ποτέ
αρκετός, δεν έχει αρκετή ευτυχία, δεν έχει, δεν έχει, δεν έχει.
Κι αναρωτιέμαι πότε θα επικεντρωθεί σε όσα έχει. Πότε θα
νιώσει βαθιά ευγνωμοσύνη γι’ αυτά. Και πότε θα συνειδητοποιήσει πως όσα
χρειάζεται πραγματικά, τα έχει απ’ τη στιγμή που γεννιέται. Πότε θα ανοίξει τα
μάτια και θα δει τον κόσμο ακριβώς όπως είναι. Και τον εαυτό του, επίσης.
Πότε θα δει πόσο όμορφα και ανάλαφρα είναι τα πόδια του
χωρίς αλυσίδες. Τις αυτοεπιβαλλόμενες αλυσίδες. Πόσο ελεύθερος μπορεί να νιώσει
όταν δεν έχει τίποτα. Τίποτα να τον κρατά, τίποτα να προσμένει, τίποτα να
χρειάζεται, τίποτα να θέλει για να είναι ευτυχισμένος. Αν σταματήσει να παίζει
το παιχνίδι του, αν βγάλει τον εαυτό του από τη φυλακή που ο ίδιος δημιούργησε,
τότε θα απολαύσει με όλες -επιτέλους!- τις αισθήσεις του τη ζωή που ζει, θα
νιώσει την ευτυχία να ρέει, γαλήνη να τον κατακλύζει, θα νιώσει την πληρότητα
και θα μάθει να φωνάζει την Αγάπη χωρίς να χρειάζεται καν να μιλήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου