Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016

Ο προορισμός του κάθε πράγματος γιατί όχι και του ανθρώπου

Η παροιμία λέει πως « όταν ο Εβραίος δεν έχει δουλειά, κοιτάει τα τεφτέρια με τα βερεσέδια του» έτσι κι εγώ με την σειρά μου ανατρέχω στα παλιά μου. Τα αετόπουλα είναι ένα αφήγημα μικρό και πρόχειρα φτιαγμένο το οποίο δεν έκανα τον κόπο να επιμεληθώ περισσότερο, αφήνοντας το στην αυθεντικότητα του. Αυτή άλλωστε είναι και η αξία του κάθε κειμένου, να φανερώνει δηλαδή την κατάσταση που βιώνει ο δημιουργός του, όταν θέλει να μεταδώσει κάποια μηνύματα.
Όταν ένας άνθρωπος ηθελημένα ή βιαίως φεύγει από τον τόπο του και αλλάζει τον τρόπο της ζωής του και τον προορισμό του, το τέλος για την γενιά του, είναι πάντα πικρό.
Το δημοσίευσα στο «πηγάδι» τον Ιούνιο του 2015 για λίγους φίλους, σήμερα το αναρτώ για όλους. Αγαπητέ αναγνώστη κάνε το κόπο να το διαβάσεις όλο και συμπέρανε ποιο αετόπουλο είσαι, αν είσαι.

Τα αετόπουλα

Κάποτε οι άνθρωποι κυνηγούσαν για να φάνε διαφορετικό κρέας από τα οικόσιτα ζώα που
διατηρούσαν, σήμερα οι περισσότεροι κυνηγοί το κάνουν από χόμπι. Εκδράμουν από πόλεις και χωριά με αποκλειστικό στόχο το θήραμα να είναι όσο γίνεται πιο εξεζητημένο. Υπάρχουν και σύλλογοι Κυνηγών που το θεωρούν και άθλημα και πάει λέγοντας. Η Ιστορία όμως που θα διαβάστε παρακάτω δεν έχει να κάνει με αυτούς τους κυνηγούς, αλλά με απλούς ανθρώπους που ζούνε ακόμα
σε χωριό. Το χωριό αυτό ας το ονομάσουμε αετοχώρι, είναι ημιορεινό, στις παρυφές του Ψηλορείτη. Αρκετά μεγάλο, αλλά, κεφαλοχώρι δεν το λες, αφού οι κάτοικοι του δεν υπερβαίνουν τις 300 οικογένειες. Υπάρχει σχολείο δημοτικό και όλες οι σύγχρονες υποδομές, μαγαζιά, βενζινάδικο, συνεργείο και καφενεία, πολλά καφενεία, που κάθε βράδυ γεμίζουν όλα. Εκεί γίνονται οι ατέρμονες συζητήσεις των αεοχωριτών, που αφορούν παντός είδους θέματα, από την πολιτική επικαιρότητα, την αγροτική ζωή, τα καιρικά φαινόμενα και πάει λέγοντας. Σε ένα από όλα τα καφενεία όμως η συζητήσεις είναι μονοθεματικές, αφορούν όπλα και κυνήγι. Εδώ το ψέμα πάει σύννεφο. Τα κατορθώματα είναι τόσο μεγάλα που διαγράφουν την σοφία του λάου που λέει την παροιμία ότι «του κυνηγού και του ψαρά το πιάτο δέκα φορές είναι αδειανό και μια γεμάτο». Εδώ ανταμώνουν κάθε βράδυ τέσσερεις φίλοι, Ο Σταύρος, ο Λευτέρης, ο Ηρακλής και ο Θανάσης. Από παιδιά μεγάλωσαν μαζί και τώρα οικογενειάρχες κάνουν παρέα. Τους ενώνει το κοινό τους χόμπι, το κυνήγι. Αυτοί είναι οι ήρωες της Ιστορίας μας. Ένα πρωινό ξεκίνησαν για το προσφιλές τους άθλημα ζωσμένη με όλα τα απαραίτητα και τα σκυλιά παρέα. Αφού περπάτησαν πολλές ώρες στο δάσος ανεβαίνοντας δεν σταθήκανε τυχεροί να ανταμώσουν κανένα θήραμα. Αποφάσισαν να επιστρέψουν άπραγοι. Ο Θανάσης πρότεινε να μην γυρίσουν από τον ίδιο δρόμο αλλά περνώντας τις ανεμογεννήτριες να κατηφορίσουν για το χωριό. Από την άλλη πλευρά δεν ήταν δάσος, αλλά βράχια και ξερότοπος. Περνώντας από το πλάι των ανεμογεννητριών είδανε ένα μεγάλο πουλί κτυπημένο να σπαρταρά. Πλησίασαν και διαπίστωσαν πως ήταν αετός. Δεν τους άφηνε να το πλησιάσουν, ο Θανάσης χωρίς δισταγμό όπλισε και το πυροβόλησε. Άκουσε από τους υπόλοιπους μια καλή κατσάδα, διότι τον αετό δεν τον κυνηγάς, δεν τρώγεται, εκείνος όμως αντέδρασε λέγοντας «Εγώ με άδεια χέρια δεν γυρίζω ποτέ». Έδεσε το πουλί από τα πόδια και το φορτώθηκε. Χάλασε λίγο η ατμόσφαιρα, όμως πολλά χρόνια φίλοι και κυνηγοί γρήγορα το ξεπέρασαν, επειδή εντόπισαν στα βράχια δυο αετοφωλιές, όχι μακριά η μία από την άλλη. Σίμωσαν και βρήκαν στην κάθε φωλιά από δύο αυγά.
Ο Ηρακλής έδωσε την ιδέα, «Θα πάρουμε τα αυγά να φάμε αετίσιο σφουγγάτο».
Ο Σταύρος διαφώνησε λέγοντας «Ο καθένας θα πάρει από ένα και ότι θέλει ας το κάνει». Η πρόταση κρίθηκε σωστή και μοιραστήκαν τα αυγά. Επιστρέφοντας στο αετοχώρι χωριστήκανε και ο καθένας πήγε στο σπίτι του.
Ο Θανάσης προσπαθώντας να βγάλει από την βούρια του το αυγό μαζί με τον σκοτωμένο αετό που σκεπτόταν να τον βαλσαμώσει, για να το έχει τρόπαιο, του έπεσε κάτω και έσπασε, ο σκύλος δεν έχασε την ευκαιρία για ένα πλούσιο γεύμα και το τίμησε δεόντως.
Ο Ηρακλής έφτασε σπίτι του ορεξάτος από την πορεία, φώναξε στην Κερά του, «Γυναίκα σήμερα θα φάμε σφουγγάτο βασιλικό, γιατί ο βασιλιάς των πουλιών θα είναι στο πιάτο μας» Ο Λευτέρης πήγε κατευθείαν στο κοτέτσι, έβαλε το αυγό μαζί με τα άλλα που κλωσούσε η κότα, και εκείνη αδιαμαρτύρητα το επώασε. Μετά από μέρες βγήκαν το κλωσόπουλα το αετίσια αυγό δεν έσκασε, η κλώσα δεν το άφησε, συνέχισε να το κλωσά, σκεπάζοντας με τα φτερά της τα κλωσόπουλα μέχρι που έσκασε το αυγό και βγήκε το αετόπουλο. Η κλώσα το κοίταξε περίεργα, απορούσε ίσως για την εμφάνιση του, αλλά το σκέπασε μαζί με τα δικά της για να μην κρυώνει.

Ο Σταύρος το πήγε στο κτήμα, εκεί είχε πολλά πουλιά. Εκτός από τις κότες είχε χήνες, πάπιες, γαλοπούλες, χωριστά σε φραγμένο χώρο είχε πέρδικες και πολλά ωδικά πτηνά και μια στρουθοκάμηλο. Ακόμα είχε κουνέλια λίγα πρόβατα ένα γαϊδούρι, δυο άλογα, και δυο σκυλιά φύλακες. Τα κυνηγόσκυλα πάντα τα έδενε. Την εποχή εκείνη δεν είχε καμιά κλώσα με αυγά και προβληματίστηκε λίγο, αν πρέπει να το βάλει στο κοτέτσι ή να το πάει στις πέρδικες. Το άφησε τελικά στο κοτέτσι και έφυγε. «Ότι γίνει καλό καμωμένο» Σκέφτηκε. Δοκίμασε μεγάλη έκπληξη μετά από λίγες ώρες όταν είδε την γαλοπούλα να κάθεται πάνω στο αυγό να το επωάσει. Στο καφενείο συζητούσαν οι φίλοι τα αποτελέσματα. Ο Ηρακλής περηφανευόταν πως είχε φάει το καλλίτερο σφουγγάτο του κόσμου, ο Θανάσης καμάρωνε για το βαλσαμωμένο πουλί, ο Σταύρος έλεγε χωρίς έπαρση πως «ότι γίνει με το αυγό καλό καμωμένο» και ο Ηρακλής έκανε μεγαλόπνοα σχέδια, πως θα του βάλει ένα ¨τσιπ¨ να το παρακολουθεί στην πορεία του, πως θα το εκπαιδεύσει να κυνηγάν μαζί και άλλα διάφορα. Λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο που λέει η παροιμία, εν προκειμένω τον κόσμο των πουλιών. Τα δύο αετόπουλα μεγάλωναν στα κοτέτσια παρέα με τα οικόσιτα πουλιά. Σαρκοφάγο πουλί ο αετός δυσκολευόντουσαν αλλά αγνοούσαν την πραγματικότητα, πως η θέση τους δεν ήταν εκεί. Κουβεντιάζανε με τα άλλα πουλιά. Του Σταύρου το αετόπουλο ήταν κοινωνικό, είχε συναναστραφεί με πολλά είδη, ρωτούσε τα άλλα πουλιά στο κτήμα και συμμορφωνόταν με τις οδηγίες τους, αντίθετα το αετόπουλο του Λευτέρη, με το δαχτυλίδι στο πόδι, καμάρωνε επειδή ήταν ξεχωριστό μέσα στο κοτέτσι και αλαζονικά έλεγε πως γρήγορα θα φύγει από αυτό το περιβάλλον που δεν του αρμόζει, επειδή είναι φτιαγμένο για πολύ μεγάλα πράγματα. Ο καιρός περνούσε τα αετόπουλα μεγαλώνανε και ανήγαν τα φτερά τους δοκιμάζοντας τις αντοχές τους. Το αετόπουλο του Σταύρου κοιτούσε γύρω του πριν δοκιμάσει να ανοίξει τα φτερά του και τα κοτόπουλα του φώναζαν «που πάς, είσαι τρελός, πάτα κάτω σταθερά» η Γαλοπούλα που το επώασε το 3 τσιμπούσε τιμωριτικά και το επέπληττε «γύρευε την δουλειά σου, μου κάνεις και όνειρα πως θα με αφήσεις μόνη». Το αετόπουλο του Λευτέρη άρχισε να πετά στην οροφή του κοτετσιού και να γυρίζει. Ο Λευτέρης κατάλαβε πως το αετόπουλο ετοιμάζεται να αποδράσει από το κοτέτσι και θα πήγαιναν τα σχέδια του χαμένα, γι αυτό το έδεσε από το πόδι με ένα σκοινί. Το πουλί έσκουζε, γιατί ο αετός δεν σκλαβώνεται και με τις φωνές του φαίνεται πως καλούσε βοήθεια. Μετά από μέρες φανήκαν στον ουρανό πέντε-έξη αετοί να πετούν ψηλά. Ο Λευτέρης κατάλαβε πως ερχόντουσαν να βοηθήσουν το αετόπουλο να δραπετεύσει και πείσμωσε. «Αυτό το πουλί θα το εκπαιδεύσω εγώ» Οι αετοί ήρθαν και την επόμενη μέρα και την μεθεπόμενη και κάθε μέρα από τότε πετούσαν πάνω από το αετοχώρι. Γίνηκε θέμα στο χωριό, γιατί να έρχονται οι αετοί; Μερικοί χωριανοί παραπονεθήκανε στον Λευτέρη και ζήτησαν να λευτερώσει το αετόπουλο, εκείνος όμως ήταν ανένδοτος, «Μην τρομάζετε Χωριανοί, εγώ θα τους διώξω, αύριο κιόλας » Ο Σταύρος του έλεγε πως αν θέλει τόσο πολύ να έχει αετόπουλο στο κοτέτσι του ας πάρει το δικό του, αρκεί να αφήσει το πουλί να φύγει εκεί που το καλεί η φύση του. «Το δικό σου πουλί μόνο αετόπουλο δεν είναι, εγώ θα εκπαιδεύσω το δικό μου να με υπακούει». Την επομένη πήρε το όπλο και τα φυσεκλίκια του, πήγε στο κτήμα περιμένοντας την παρέα των αετών για να καθαρίσει. Εν τω μεταξύ το αετόπουλο του Λευτέρη δαγκώνοντας το σκοινί που ήταν δεμένο είχε καταφέρει να το κόψει, όταν ήρθαν τα άλλα πουλιά ήταν έτοιμο να φύγει. Κατεβαίνοντας το σμήνος των αετών πήρε φόρα και το αετόπουλο και πέταξε μαζί τους, την ίδια ώρα ο Λευτέρης όπλισε και σημάδεψε. Με την εκπυρσοκρότηση έπεσε ένα πουλί, πλησίασε ο Λευτέρης το θύμα και αναγνώρισε το αετόπουλο του. Θλιμμένος το μάζεψε και το έθαψε. Οι αετοί όμως δεν φύγανε, εξακολουθούσαν να κάνουν κύκλους πάνω χωριό. Οι χωριανοί τώρα τα βάλανε με τον Σταύρο γιατί δεν αφήνει το αετόπουλο να φύγει και Εκείνος τους έλεγε «Το πουλί είναι ελεύθερο, όποτε θέλει φεύγει, και ότι γίνει καλό καμωμένο». Δεν πέρασαν πολλές ημέρες και οι αετοί φύγανε εκτός από έναν. Γύριζε στόχευε τα κοτόπουλα του Λευτέρη και ένα-ένα λιγοστεύανε. Εκείνη την ημέρα ήλθε στο καφενείο θλιμμένος ο Σταυρός. Το πειράξανε οι άλλοι Κυνηγοί. «Τι έπαθες; Οι Αετοί φύγανε, μόνο ο δικό Σου τριγυρνά και σακατεύει του Λευτέρη το κοτέτσι» «Όχι παιδιά, το δικό μου αετόπουλο ψόφησε από το μαράζι του στην γωνιά του κτήματος».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου