Διδακτικές ιστορίες και μύθοι
Αφέντη βασιλιά, άκουσε τώρα και την ιστορία με το γέρο. Ήταν
κάποτε ένας έμπορος. Αυτός αγόρασε ξύλα αρωματικά για να τα μεταπουλήσει.
Άκουσε, λοιπόν, για μια πόλη, ότι εκεί σπάνια έβρισκαν τέτοια ξύλα, κι αμέσως
τα φόρτωσε και κίνησε να την επισκεφτεί.
Είχε σχεδόν φτάσει στην πόλη κι αποφάσισε να καταλύσει έξω
απ’ αυτήν, ώστε πρώτα να μάθει πώς πουλιούνται εκεί τα αρωματικά ξύλα. Στο
μεταξύ, έτυχε να τον συναντήσει η δούλα ενός ντόπιου εμπόρου και τον ρώτησε:
Ποιος είσαι, άνθρωπε, και τι καλό μας φέρνεις;
Έμπορος είμαι, της αποκρίθηκε εκείνος, και πουλάω αρωματικά
ξύλα.
Αυτή τότε πήγε στον κύριό της και τον ενημέρωσε σχετικά με
τον έμπορο. Εκείνος, άνθρωπος πονηρός και πανούργος, μάζεψε αμέσως όσα
αρωματικά ξύλα είχε και τους έβαλε φωτιά. Η φλόγα φούντωσε κι η ευωδιά απλώθηκε
σ’ όλο τον τόπο. Έφτασε κι έξω από την πόλη, στη μύτη του εμπόρου, που είπε
στους ανθρώπους του: Μου ήρθε μυρωδιά από ξύλο αρωματικό. Τρέξτε γρήγορα να δείτε
μήπως έβαλε κανένας φωτιά να κάψει τα αρωματικά μας ξύλα. Αυτοί όμως του είπαν
ότι στο εμπόρευμα, όχι φωτιά, αλλά ούτε σπίθα δεν είδαν αναμμένη.
Το πρωί ο έμπορος μπήκε στην πόλη. Τον βρίσκει ο κύριος
εκείνης της δούλας και τον ρωτάει δήθεν να μάθει τι εμπορεύεται. Ξύλα
αρωματικά, του λέει αυτός, έφερα στην πόλη σας, γι’ αυτούς που τυχόν θέλουν να
αγοράσουν. Άνθρωπέ μου, του λέει ο άλλος, ποιος σου είπε να φέρεις τέτοια
πράγματα στην πόλη μας, ενώ μπορούσες να φέρεις κάτι άλλο και να βγεις
κερδισμένος; Δεν το ήξερες ότι αυτά τα ξύλα τα έχουν εδώ για καυσόξυλα και τα
καίνε στο φούρνο;
Ισα ίσα, απάντησε ο έμπορος, εγώ άκουσα ότι εδώ είναι που
χρειάζονται πιο πολύ αυτό το είδος, επειδή σπανίζει. Αυτός που σου το είπε σε
κορόιδεψε, του είπε ο άντρας.
Τα λόγια του βρήκαν τον έμπορο στην καρδιά και τον
στενοχώρησαν πολύ. Ο άλλος τον είδε έτσι λυπημένο και του είπε:
Φίλε μου, να το ξέρεις, σε λυπάμαι για τούτη τη στενοχώρια
που σε βρήκε. Έλα, λοιπόν, πούλησε μου εμένα όλο το εμπόρευμά σου, κι εγώ θα
σου δώσω μέσα σε ένα πιάτο ό,τι τραβάει η ψυχή σου.
Ο έμπορος σκεφτόταν την πρόταση αυτή και μονολογούσε:
Φαίνεται πιο καλό, λέω, να πάρω τουλάχιστον κάτι από τούτον τον άντρα, παρά να
μείνει η πραμάτεια απούλητη. Αυτή τη σκέψη έκανε, κι αμέσως του τα ξεπούλησε
όλα, με τη συμφωνία να πάρει ως αμοιβή οτιδήποτε ήθελε σε ένα πιάτο. Ο άντρας
πήρε την πραμάτεια που αγόρασε και την πήγε στο σπίτι του, χωρίς να πάρει
κανένας είδηση γι’ αυτό.
Στο μεταξύ, ο έμπορος γύριζε στην πόλη, κι ύστερα έμεινε με
τους ανθρώπους, του στο σπίτι μιας γριάς.
Γυναίκα, ρώτησε ο έμπορος τη γριά, τι τιμή πιάνουν τα
αρωματικά ξύλα στην πόλη σας;
Την ίδια με το χρυσάφι, του είπε αυτή, στην ίδια τιμή
πουλιούνται. Όμως, έμπορα, τούτο έχω να σου πω: Πρόσεξε τους κατοίκους τούτης
της πόλης. Είναι όλοι τους πονηροί και πανούργοι, και δεν αφήνουν κανέναν ξένο
δίχως να του προξενήσουν μεγάλη βλάβη. Αυτά τα λόγια του είπε η γριά.
Λίγο αργότερα βγήκε ο έμπορος να ψωνίσει πράγματα από την
πόλη. Ξαφνικά, βλέπει σε μια μεριά τρεις άντρες να κάθονται. Στάθηκε, λοιπόν,
και τους κοίταζε. Τον κοίταζαν κι εκείνοι. Του λέει τότε ένας απ’ αυτούς: Έλα,
πατερούλη, να συζητήσουμε οι δυο μας, κι όποιος αποδειχτεί πιο ικανός στο λόγο,
θα επιβάλει τη θέλησή του στον ηττημένο.
Σύμφωνοι, του λέει ο έμπορος, αθώος κι απονήρευτος καθώς
ήταν, ας γίνει όπως είπες. Άρχισαν, λοιπόν, τη συζήτηση. Στο τέλος αυτός ο
πανούργος και υποκριτής νίκησε τον έμπορο και του είπε: Όπως βλέπεις, σε νίκησα
στη συζήτηση. Σε διατάζω, λοιπόν, να πιεις όλο το νερό της θάλασσας.
Ο έμπορος στενοχωρήθηκε με αυτά και βρέθηκε σε δύσκολη θέση,
αφού δεν μπορούσε να αντιπαραθέσει σ’ αυτόν τον αγύρτη μια ευλογοφανή αντίρρηση
και να γλιτώσει από τα βρόχια του. Έτυχε τώρα ο έμπορος να είναι γαλανομάτης.
Κατά σύμπτωση ο δεύτερος από εκείνους τους τρεις απατεώνες ήταν μονόφθαλμος κι
είχε κι αυτός το ένα του μάτι γαλανό. Σηκώθηκε, λοιπόν, κι άρχισε τη δική του
επίθεση στον έμπορο με τούτα τα λόγια:
Εσύ μου άρπαξες το άλλο μου το μάτι. Πάμε, λοιπόν, μαζί στον
άρχοντα της πόλης, κι αυτός θα πει να μου δώσεις πίσω το μάτι που μου έκλεψες.
Τα άκουσε αυτά η γριά που είχε δεχτεί τον έμπορο στο σπίτι
της, πως εκείνος ο αγύρτης τον τραβολογούσε στον άρχοντα της περιοχής, και πήγε
και τους συνάντησε στο δρόμο.
Άφησε τον, σε παρακαλώ, είπε η γριά στον απατεώνα, να μείνει
στο σπίτι μου, κι έχεις το λόγο μου πως αύριο το πρωί, αν τον ζητήσεις, θα σου
τον παραδώσω.
Αυτός υποχώρησε στα παρακάλια της γυναίκας κι άφησε τον
έμπορο να μείνει στο σπίτι της. Τον πήρε, λοιπόν, στο σπίτι της και του είπε:
Πάντως εγώ σου το είχα πει, να τους προσέχεις τους ανθρώπους
αυτής της πόλης, γιατί είναι απατεώνες κι από τη φύση τους πονηροί και
πανούργοι, και να μη βγεις έξω ποτέ φανερά. Φαίνεται, όμως, πως δεν πείστηκες
από τη συμβουλή μου, και να τώρα η ανταμοιβή για την παρακοή σου. Τουλάχιστον
άκου τώρα τι θα σου πω.
Μάθε ότι αυτού του είδους οι απατεώνες έχουν ένα γέρο
καθηγητή, πολύ ανώτερο απ’ όλους τους άλλους στην πονηριά και στην απάτη.
Μαζεύονται, λοιπόν, κάθε βράδυ στο σπίτι του και του αναφέρουν με κάθε
λεπτομέρεια ό,τι είπαν κι έκαναν στη διάρκεια της μέρας. Άκου τώρα τι πρέπει να
κάνεις και δε θα χάσεις. Άλλαξε τη μορφή σου και ντύσου σαν να ήσουν ένας απ’
αυτούς. Ύστερα, πήγαινε να χωθείς στην παρέα τους, προσέχοντας να μη σε
καταλάβουν, και πήγαινε μαζί τους στο σπίτι του καθηγητή. Κάθισε κοντά του σαν
να ήσουν ένας από τους κατοίκους αυτής της πόλης και στήσε αφτί ν’ ακούσεις τι
θα του πουν εκείνοι και τι θα τους απαντήσει αυτός. Κι ό,τι πει ο καθηγητής,
σημείωσε το στο μυαλό σου, ωστε, με τις απαντήσεις που θα τους δώσει, να
καταφέρεις κι εσύ να κατανικήσεις την πονηριά τους. Με τον τρόπο αυτό πολλά θα
κερδίσεις.
Ο έμπορος έκανε όπως του είπε η γριά. Μεταμφιέστηκε και πήγε
και στάθηκε δίπλα σ’ εκείνο το γέρο. Στην αρχή είδε αυτόν που του αγόρασε τα
αρωματικά ξυλά να πλησιάζει και να λέει στον καθηγητή:
Εγώ συνάντησα έναν έμπορο που πούλαγε αρωματικά ξυλά και του
αγόρασα όλο το φορτίο. Συμφώνησα μαζί του να του δώσω ένα πιάτο γεμάτο με ό,τι
αυτός θελήσει. Τότε ο καθηγητής του έδωσε τούτη την απάντηση:
Και τι είναι αυτό που συμφωνήσατε; χρυσάφι ή μήπως ασήμι;
Όχι, κύριέ μου, του είπε ο απατεώνας, δεν καθορίσαμε το
είδος, είπαμε μόνο ότι θα του δώσω ένα πιάτο γεμάτο με ό,τι εκείνος ζητήσει.
Τότε του είπε ο καθηγητής:
Έκανες μεγάλο λάθος. Γιατί αν ο έμπορος θελήσει να του
δώσεις ένα πιάτο γεμάτο ψύλλους, τους μίσους θηλυκούς και τους υπόλοιπους
αρσενικούς; Κι αν τους θέλει και γαλάζιους από πάνω; Πώς θα μπορέσεις μετά να
τον ξεφορτωθείς;
Ο απατεώνας πήρε τότε το λόγο και του είπε: Κύριέ μου, δεν
είναι δα και τόσο έξυπνος ο έμπορος, ώστε να σοφιστεί τέτοιες πανουργίες το
μυαλό του. Εγώ νομίζω ότι θα μου ζητήσει χρυσάφι ή ασήμι.
Έπειτα, παρουσιάστηκε αυτός που είχε νικήσει τον έμπορο στη
συζήτηση κι είπε στον καθηγητή: Κι εγώ συναγωνίστηκα τον έμπορο στη συζήτηση
και στην πλοκή του λόγου, με τη συμφωνία, ο νικημένος να κάνει αυτό που θα του
πει ο νικητής. Κι επειδή τον νίκησα σε όλη τη συζήτηση, τον έβαλα να πιει όλο
το νερό της θάλασσας.
Ούτε κι εσύ έκανες καλά, του είπε ο καθηγητής, γιατί αυτός
μπορεί να σου πει το εξής: Πήγαινε πρώτα να σταματήσεις τα ποτάμια, που
χύνονται στη θάλασσα, και μετά θα πιω το νερό της θάλασσας, αφού μόνο γι’ αυτό
συμφωνήσαμε. Αν σου δώσει αυτή την απάντηση ο έμπορος, θα μπορέσεις να
σταματήσεις τα ποτάμια να ρέουν στη θάλασσα; Κύριε μου, του είπε τότε ο
απατεώνας, δεν πιστεύω πως η σκέψη του εμπόρου μπορεί να φτάσει ως εκεί, να μου
δώσει μια τέτοια απάντηση.
Ύστερα πλησίασε τον καθηγητή κι ο μονόφθαλμος και του είπε:
Είδα σήμερα στην αγορά έναν ξένο έμπορο, που είχε γαλανά μάτια. Τον έπιασα και
του είπα: Έχουμε κι οι δυο μας γαλανά μάτια. Εσύ μου έκλεψες το ένα μου μάτι.
Δεν πρόκειται να σε αφήσω, πριν σου βγάλω το ένα σου μάτι ή πριν με πληρώσεις
για το μάτι που μου πήρες.
Ούτε κι εσύ κατόρθωσες τίποτα, του είπε ο καθηγητής, γιατί
αν του κατέβει του εμπόρου να σου αντιτείνει πως: Δέχομαι την πρότασή σου,
αρκεί πρώτα να βγάλεις το μάτι σου, να βγάλω κι εγώ το ένα από τα δικά μου, και
να τα ζυγίσουμε. Και αν αποδειχτεί ότι έχουν το ίδιο βάρος, τότε θα είναι
φανερό ότι το μάτι μου είναι δικό σου. Αν όμως η ζυγαριά δείξει πιο βαρύ το ένα
από τα δύο μάτια, τότε το μάτι μου δεν είναι δικό σου, και δίκαια θα έχεις
αναλάβει την ευθύνη με το να τυφλωθείς.
Αν, λοιπόν, ο έμπορος σου αντιτείνει κάτι τέτοιο, δεν είναι
φανερό πως εκείνος θα βγει νικητής σε τούτη την αντιπαράθεση; Κι αυτό που είναι
το χειρότερο, εσύ δε θα βλέπεις πια καθόλου, θα είσαι τελείως τυφλός, ενώ
εκείνος, με το μάτι που θα του μείνει, πάλι θα έχει το φως του.
Τότε ο μονόφθαλμος μίμος είπε στον καθηγητή: Ε, δεν είναι δα
και τόσο έξυπνος αυτός ο έμπορος, να μου αντιτείνει μια τόσο πειστική
αντιλογία. Τέτοια έλεγαν εκείνοι οι παμπόνηροι και σ’ όλα αυτά απαντούσε ο
καθηγητής τους.
Ο έμπορος τους άκουγε όλη τη νύχτα, δίχως να τον πάρει
κανείς είδηση, κι όλα τα έγραφε στο μυαλό του. Μόλις ξημέρωσε, παρουσιάζεται
στον έμπορο εκείνος που είχε αγοράσει τα ξύλα του. Του λέει, λοιπόν, ο έμπορος:
Αδερφέ, πλήρωσε μου την τιμή που συμφωνήσαμε για την
πραμάτεια που αγόρασες. Ζήτησε μου αυτό που θέλεις, του είπε ο απατεώνας, κι
εγώ θα σ’ το δώσω.
Θέλω να γεμίσεις ένα πιάτο με ψύλλους, είπε ο έμπορος, τους
μίσους αρσενικούς και τους υπόλοιπους θηλυκούς, κι όλοι να έχουν γαλάζιο χρώμα.
Αυτά του είπε, κι επέμενε και τον πίεζε συνέχεια. Τελικά, ο απατεώνας, θέλοντας
και μη, όχι μόνο πλήρωσε τα ξυλά παραπάνω από την πραγματική τους αξία, αλλά και
πάλι μόλις που κατάφερε να απαλλαχτεί από την πίεσή του.
Έπειτα, βρήκε και τους άλλους δυο, αυτόν που ήθελε να του
βγάλει το μάτι και τον άλλον, που του ζητούσε να πιει τη θάλασσα. Τους πίεσε κι
αυτούς τόσο, ώστε αναγκάστηκαν να δώσουν στον έμπορο ως αντάλλαγμα ότι τους
ζήτησε.
Το λοιπόν, αφέντη βασιλιά, το συμπέρασμα από τούτες τις
ιστορίες που σου είπα για τα δυο παιδιά, το τρίχρονο και το πεντάχρονο, αλλά
και για εκείνον το γέρο καθηγητή, είναι ότι αυτοί είχαν στολίδι τους τη γνώση
και τη σύνεση. Κι εμένα ο δάσκαλός μου με έκανε να μοιάζω μ’ αυτούς.
Το βιβλίο των εφτά σοφών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου