Μια φορά και έναν καιρό, πλάι σε ένα πανύψηλο υπερήφανο
κυπαρίσσι, ζούσε μια ελάχιστη ταπεινή αγριάδα, που ζήλευε το μπόι του
κυπαρισσιού κι ήθελε να το φτάσει, γι’ αυτό και τεντωνόταν αδιάκοπα στις μύτες
των ριζών της, πασχίζοντας να σηκωθεί πιο πάνω από το χώμα. Μάταιη προσπάθεια
και αρκετά οδυνηρή γιατί, κάθε φορά που έκανε αυτή τη γυμναστική, για μέρες
μετά την πόναγε ανυπόφορα η μέση της.
Το κυπαρίσσι, που παρακολουθούσε αφ’ υψηλού τον αγώνα της
αγριάδας, σειόταν και λυγιόταν καμαρωτό και της έλεγε υπεροπτικά, με προφορά
σχεδόν εγγλέζικη, της Οξφόρδης:
«-Δεν γνωρίζετε τι χάνετε αγαπητή μου αγριάδα,
εκεί στην επιφάνεια του εδάφους όπου βρίσκεστε. Δίχως να θέλω διόλου να
υπερηφανευθώ, σας πληροφορώ ότι από την κορυφή μου έχω απεριόριστη θέα του
κόσμου και θα ήταν ακόμα πιο απεριόριστη, θα έβλεπα ως τη Γουατεμάλα, αν κάποια
αναιδή βουνά, γύρω τριγύρω, δεν την περιόριζαν. Ωστόσο ευελπιστώ ή, μάλλον έχω
τη βεβαιότητα ότι η βροχή θα λιώσει, σιγά σιγά, αυτά τα αναιδή βουνά και τότε
θα δω τη Γουατεμάλα. Το σχέδιο αυτό είναι βεβαίως μακροπρόθεσμο, αλλά μπορώ να
περιμένω, αφού ως γνωστόν, ζω επτακόσια χρόνια”.
Η αγριάδα αν και δεν ήξερε ούτε που βρίσκεται αυτή η
Γουατεμάλα ούτε αν τα βουνά λιώνουν από τη βροχή ούτε, ακόμη, αν είναι πολλά τα
επτακόσια χρόνια, ακούγοντας αυτά τα ανήκουστα λόγια, ένιωθε την καρδιά της να
μαραζώνει και, τις νύχτες που κοιμόταν, έβλεπε πάντα το ίδιο όνειρο. Ψήλωνε,
λέει, ψήλωνε τόσο, που ξεπερνούσε κατά πολύ στο μπόι το κυπαρίσσι, ξεπερνούσε
ακόμη και τα πιο ψηλά βουνά κι έβλεπε από κει πάνω όχι μόνο τη Γουατεμάλα αλλά
και το Ακαλακούμπα, χώρα ακόμα πιο μακρινή, ακόμα πιο ωραία, όπου οι άνθρωποι
χόρευαν ένα γρήγορο χορό που τόνε λέγανε ρούμπα. Βέβαια όταν ξύπναγε το πρώτο
πράγμα που έβλεπε μπροστά της ήταν ένα σαλιγκάρι τόσο αργοκίνητο, που έμενε στο
οπτικό πεδίο της όλη τη μέρα, προκαλώντας της κατάθλιψη και κάνοντας την να μην
βλέπει την ώρα πότε θα ξανανυχτώσει, για να κοιμηθεί και να ονειρευτεί το
μακρινό Ακαλακούμπα και τον γρήγορο χορό που τόνε λένε ρούμπα.
Έτσι ζούσαν κυπαρίσσι και αγριάδα, πλάι πλάι, αλλά το καθένα
στον κόσμο του, ώσπου μια μέρα φθινοπωρινή (χρόνια πολλά, πάρα πολλά πριν τα
επτακόσια), που ο ουρανός είχε ένα χρώμα μολυβί, μια λάμψη ξαφνική, ονόματι
αστροπελέκι, χτύπησε κατακέφαλα το κυπαρίσσι και το έκαψε. Η βροχή που
ακολούθησε, μπόρα τρικούβερτη, αντί να λιώσει τα βουνά που του κρύβαν τη
Γουατεμάλα, τη στάχτη του έλιωσε και γκρίζα λάσπη την υπερηφάνεια του έκανε.
Η αγριάδα, άναυδη στην αρχή, όταν συνήλθε κάπως, μακάρισε το
ελάχιστο της μπόι και θρήνησε το κυπαρίσσι, που -πως να το κάνουμε;- αν και
φλύαρο και υπερφίαλο, της είχε χαρίσει το όνειρο των μεγάλων αποστάσεων, του
απέραντου κόσμου.
Μετά απ’ αυτό το θλιβερό γεγονός, σταμάτησε την έτσι κι αλλιώς
ανώφελη γυμναστική της και μόνο αραιά και που έβλεπε στον ύπνο της το εξωτικό
Ακαλακούμπα. Κανένας όμως πια δεν χόρευε εκεί τη ρούμπα.
Ήτανε, βέβαια, ακόμα νεαρά και στερείτο πείρας, που καν δεν
γνώριζε τις φυσικές τις ιδιότητες. Έτσι, ένα ανοιξιάτικο πρωί, παραξενεύτηκε
πολύ, νιώθοντας να τη φαγουρίζουνε οι ρίζες της, κι ακόμα πιο πολύ
παραξενεύτηκε σαν είδε, δύο μέρες τρεις αργότερα, λίγο πιο κει, μεσ’ απ’ το χώμα
να προβάλει ένα μικρό, χλωροπράσινο βλαστάρι αγριάδας.
«Μπα, καινούργια απόχτησα γειτόνισσα!» ήταν η πρώτη σκέψη
της, αλλά όταν είπε «-καλωσόρισες, γειτόνισσα,» άκουσε, την ίδια ακριβώς
στιγμή, να λέει και το βλαστάρι τα ίδια λόγια, να την καλωσορίζει δηλαδή με την
φωνή της. Το ίδιο έγινε, ακριβώς, άλλες δύο μέρες τρεις αργότερα, όταν
καινούργιο εμφανίστηκε, πιο πέρα, βλασταράκι.
Μπορεί, λοιπόν, να ήταν άπειρη, αλλά κουτή δεν ήταν. Έτσι,
κατάλαβε ότι στον εαυτό της μίλαγε, αφού τα νέα αυτά βλαστάρια από τις ρίζες
της ξεπήδαγαν και σαρξ εκ της σαρκός της ήταν.
Λόγια πολλά για να μην λέμε και χρόνο να μην κλέβουμε απ’
την αιωνιότητα, μέσα σε χρόνια ελάχιστα, πολύ πιο λίγα από τα επτακόσια, η
αγριάδα είχε ρίζα τη ρίζα, καταβολάδα τη καταβολάδα, βλαστάρι το βλαστάρι, όλο
το κάμπο καταχτήσει κι όλα τα βουνά ως τη κορφή τους και πιο πέρα. Για το πιο
πέρα δεν μπορώ να πω, τα μάτια μου μονάχα ως τις βουνοκορφές την ακολούθησαν,
πιο πέρα δεν άντεξαν. Έμαθα ωστόσο, από έγκυρες πηγές, πως έφτασε στο Ακαλακούμπα
και πως στο δροσερό και καταπράσινο χαλί της χορεύουν τώρα γυμνοπόδαροι τη
ρούμπα.
Επιμύθιο Ι: Όσο πιο κοντά στη γη βρίσκεσαι, τόσο πιο μακριά
από τ’ αστροπελέκια είσαι.
Επιμύθιο ΙΙ: Δια του οριζοντίου ύψους, η απόστασις, έως το Ακαλακούμπα,
καλύπτεται εις χρόνον κατά πολύ συντομότερον των επτακοσίων ετών.
Η ιστορία αυτή είναι από το βιβλίο: “Το οριζόντιο ύψος και
άλλες αφύσικες ιστορίες” του Αργύρη Χιόνη, εκδόσεις Κίχλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου