Σάββατο 12 Μαΐου 2018

Η συναισθηματική αγωγή ως εξελικτικό στάδιο


…πολλοί ενήλικες δεν σκέφτονται καθόλου τι σημαίνει να γελά κανείς «κατάμουτρα» σε ένα θυμωμένο παιδί προσχολικής ηλικίας. Πολλοί καλοπροαίρετοι γονείς αψηφούν τους φόβους και τις ανησυχίες των παιδιών τους σαν να είναι άνευ νοήματος.
«Δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι», λέμε συχνά σ’ ένα πεντάχρονο παιδί που ξυπνά κλαίγοντας από έναν εφιάλτη. «Προφανώς εσύ δεν είδες αυτό που είδα εγώ», θα ήταν ίσως η απάντηση.


Αντ’ αυτού, σε παρόμοιες καταστάσεις το παιδί αρχίζει να αποδέχεται την άποψη των ενηλίκων για το συγκεκριμένο γεγονός και μαθαίνει να αμφισβητεί την κρίση του. Με τους μεγάλους να αμφισβητούν και να απορρίπτουν συνεχώς τα συναισθήματά του, το παιδί χάνει την εμπιστοσύνη στον εαυτό του.
Έχουμε λοιπόν κληρονομήσει μια παράδοση υποτίμησης των συναισθημάτων των παιδιών μόνο και μόνο επειδή τα παιδιά είναι νεότερα σε ηλικία, έχουν λιγότερο ορθολογική σκέψη, διαθέτουν μικρότερη εμπειρία και δύναμη σε σύγκριση με τους ενήλικες που τα περιβάλλουν.
Για να πάρουμε τα συναισθήματα των παιδιών στα σοβαρά, χρειάζεται να διαθέτουμε ενσυναίσθηση, ικανότητα προσεκτικής ακρόασης και θέληση να δούμε τα πράγματα από τη δική τους οπτική γωνία. Απαιτείται ακόμη μια κάποια ανιδιοτέλεια εκ μέρους μας. Οι ψυχολόγοι που ασχολούνται με τη συμπεριφορά έχουν παρατηρήσει ότι τα παιδιά προσχολικής ηλικίας ζητούν από τους ανθρώπους που τα φροντίζουν να ικανοποιούν κάποια ανάγκη ή επιθυμία τους με συχνότητα τρεις φορές το λεπτό κατά μέσο όρο.
Υπό ιδανικές συνθήκες, ένας πατέρας ή μια μητέρα μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες του παιδιού με καλή διάθεση. Όταν όμως οι γονείς είναι κουρασμένοι, αγχωμένοι ή αναστατωμένοι, οι συνεχείς και μερικές φορές παράλογες απαιτήσεις του παιδιού είναι δυνατόν να τους εξαγριώσουν.
Πρόκειται για ένα φαινόμενο που επαναλαμβάνεται επί αιώνες. Και παρόλο που πιστεύω ότι οι γονείς ανέκαθεν αγαπούσαν τα παιδιά τους, τα ιστορικά στοιχεία μαρτυρούν ότι, δυστυχώς, οι προηγούμενες γενιές δεν αναγνώριζαν πάντοτε την ανάγκη για υπομονή, αυτοσυγκράτηση και ευγένεια των ανθρώπων που ασχολούνταν με τα παιδιά.
Με τη βεβαιότητα της έμφυτης καλοσύνης των παιδιών η κοινωνία μας, από τα μέσα του 20ού αιώνα και μετά, πέρασε σε μια νέα εποχή στη διαπαιδαγώγηση, την οποία ο deMause ονομάζει «ο βοηθητικός τρόπος». Είναι μια περίοδος κατά την οποία πολλοί γονείς εγκαταλείπουν τα αυστηρά, αυταρχικά πρότυπα με τα οποία ανατράφηκαν οι ίδιοι. Σήμερα, όλο και περισσότεροι γονείς πιστεύουν ότι ρόλος τους είναι να βοηθήσουν τα παιδιά να αναπτυχθούν σύμφωνα με τα δικά τους ενδιαφέροντα, ανάγκες και επιθυμίες.
Για να το επιτύχουν, υιοθετούν ένα είδος διαπαιδαγώγησης «διαλεκτικό». Ενώ οι «αυταρχικοί» γονείς θέτουν με χαρακτηριστικό τρόπο πολλά όρια και απαιτούν από τα παιδιά τους απόλυτη υπακοή χωρίς να τους δίνουν εξηγήσεις, οι «διαλεκτικοί» γονείς θέτουν μεν όρια αλλά είναι σαφώς πιο ευέλικτοι και προσφέρουν στα παιδιά τους πολλές εξηγήσεις και θαλπωρή.
Η μετάβαση προς αυτό το λιγότερο αυταρχικό, περισσότερο ευαίσθητο τρόπο διαπαιδαγώγησης ενισχύθηκε την τελευταία εικοσιπενταετία από τη θεαματική αύξηση των γνώσεών μας σε θέματα παιδοψυχολογίας και κοινωνικής συμπεριφοράς των οικογενειών. Οι κοινωνικοί επιστήμονες διαπίστωσαν, για παράδειγμα, ότι τα νήπια, ήδη από τη μέρα της γέννησής τους, διαθέτουν μια εκπληκτική ικανότητα να αντιλαμβάνονται και να μαθαίνουν τα κοινωνικά και συναισθηματικά μηνύματα των γονέων τους. Σήμερα γνωρίζουμε ότι όταν αυτοί που αναλαμβάνουν τη φροντίδα ενός βρέφους αντιδρούν με ευαισθησία στα μηνύματά του —διατηρώντας μαζί του οπτική επαφή, παίρνοντας μέρος «στην παιδική συζήτηση» και αφήνοντάς το να ησυχάσει όταν δείχνει να βρίσκεται σε υπερδιέγερση — τότε και το βρέφος μαθαίνει από νωρίς να χειρίζεται τα συναισθήματά του. Σίγουρα θα εξακολουθήσει να διεγείρεται όταν οι περιστάσεις το απαιτούν, αλλά θα είναι ικανό στη συνέχεια να ηρεμήσει από μόνο του.
Από την άλλη πλευρά, πάλι σύμφωνα με μελέτες, όταν αυτοί που φροντίζουν ένα βρέφος δεν δίνουν προσοχή στα σήματα που εκπέμπει  τότε και το βρέφος δεν αναπτύσσει τις ίδιες ικανότητες χειρισμού των συναισθημάτων του. Δεν θα μάθει ότι τα ψελλίσματα και οι πρώτες του λέξεις προσελκύουν την προσοχή των γύρω του, και θα γίνει ένα ήσυχο και παθητικό, κοινωνικά αμέτοχο άτομο. Ή, ίσως, επειδή βρίσκεται σε συνεχή διέγερση, δεν θα μάθει ότι το πιπίλισμα του δακτύλου ή το χάδεμα της κουβέρτας το βοηθούν να χαλαρώνει.
Καθώς το παιδί μεγαλώνει, γίνεται όλο και πιο σημαντικό το να μάθει να ηρεμεί και να επικεντρώνει την προσοχή του. Οι ικανότητες αυτές του επιτρέπουν να προσέχει τα μηνύματα που του απευθύνουν οι γονείς, οι άνθρωποι που το φροντίζουν και αυτοί που βρίσκονται στο περιβάλλον του. Η χαλάρωση βοηθά το παιδί να συγκεντρωθεί στη μάθηση και να στρέψει την προσοχή του στην επίτευξη ειδικών στόχων.
Με την πάροδο του χρόνου οι ικανότητες αυτές γίνονται όλο και πιο χρήσιμες, καθώς βοηθούν το παιδί να μάθει να μοιράζεται τα παιχνίδια, να παίζει ρόλους και «να τα πηγαίνει καλά» με τους συντρόφους του στο παιχνίδι. Η λεγόμενη ικανότητα αυτορύθμισης βοηθά το παιδί να πλησιάζει νέες ομάδες παιδιών για να παίξει μαζί τους, να κάνει νέους φίλους και να αντιμετωπίζει την απόρριψη όταν οι συνομήλικοί του του γυρίζουν την πλάτη.
Καθώς τα παιδιά τους μεγαλώνουν, οι γονείς καλούνται να εφαρμόσουν θετικές μορφές πειθαρχίας: να τα επαινούν και όχι να τα επικρίνουν. Να τα ανταμείβουν και όχι να τα τιμωρούν. Να τα ενθαρρύνουν και όχι να τα αποθαρρύνουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου