Μεγαλοπρέπεια Απλότητα, ή Προβληματισμός ενός αρχαρίου
χριστιανού
Ένα παράξενο συναίσθημα στη ψυχή, αλλά ένας ρίγος στην
σπονδυλική μου στήλη δημιουργείται, όταν ακούω ότι «με τη δέουσα (βυζαντινή,
στις περισσότερες περιπτώσεις) μεγαλοπρέπεια και λαμπρότητα» εορτάστηκε η τάδε
Δεσποτική ή Θεομητορική εορτή, ή χειροτονία, ή πανήγυρις.
Και αναρωτιέμαι, ίσως με μια υψηλή δόση ρομαντισμού και
αφέλειας: τί σχέση έχει αυτή, ειδικά αυτή, η «μεγαλοπρέπεια», «λαμπρότητα»,
«επιβλητικότητα» και «θάμβος» με το Θεό;
Η ορθή μας πίστη μάς επιβάλλει κάτι τέτοιο; Η μακραίωνή μας
παράδοση μας κελεύει τέτοια συνήθεια; Τι σημαίνει αυτό το φαινόμενο; Πως
ερμηνεύεται;
Πως εναρμονίζονται, λοιπόν, η βυζαντινή μας μεγαλοπρέπεια,
όπως κατανοείται και πράττεται σήμερα στην Εκκλησία, με την πραγματικότητα της
γέννησης του Χριστού; ή με την βάφτιση; ή με την ίδια την Ανάσταση;
Σε όλα αυτά τα γεγονότα ο Χριστός φαίνεται γυμνός
-κυριολεκτικά γυμνός, γυμνός, παρακαλύπτων κάθε δόξα.
Ασφαλώς αυτό δεν σημαίνει ότι εμείς πρέπει να γυμνωθούμε
τελείως από την μακραίωνή μας πολιτιστική και «θρησκευτική» παράδοση, από την
ιστορική ροή της Εκκλησίας ως γήινο –θεανθρώπινο- οργανισμό.
Αλλά, πως εναρμονίζονται αμφότερες οι πραγματικότητες; Η
απόλυτη του Χριστού και η σχετική η δική μας; Πού βρίσκεται το μέτρο; Μέχρι πού
η μίμηση; Μέχρι πού η διαφοροποίηση;
Αυτοί οι προβληματισμοί φαίνεται να είναι ενός αρχαρίου, ή
τουλάχιστον ερασιτέχνη!
Ε, μα αυτό είμαι και εγώ. Μάλιστα, πολύ αρχάριος.
Μου φαίνεται ότι πολλές φορές η «μεγαλοπρέπεια» εναντιώνεται
στην «αξιοπρέπεια»· ότι η αίσθηση του μέτρου χάθηκε εντελώς· ότι η επίδειξη
γίνεται ύβρις και η λεγομένη λαμπρότητα, σκοτισμός.
Η Εκκλησία είναι διαχρονική, εμείς, όμως, έχουμε καταντήσει
αναχρονικοί.
Εξέλιξη κατά φύσιν και παρά φύσιν. Και μετά φύσιν, μάλιστα.
Ως θεανθρώπινος οργανισμός, ως δημιουργία Θεού, η Εκκλησία είναι κατά την
ιστορική ροή των μελών της μεταβλητή.
Το μόνο αδιάβλητο και ακέραιο παραμένει η ουσία, δηλαδή η
άκτιστη ενέργεια του Θεού, δηλαδή ο Θεός που αποκαλύπτεται και δίδεται δωρεάν
τοῖς πᾶσι.
Το πρόβλημα προκύπτει, όταν ανατρέπονται αυτά τα βασικά
κριτήρια και τα μέσα γίνονται η ουσία και η ουσία το μέσον.
Τότε ανατρέπονται τα πάντα. Τα άνω κάτω και τα κάτω άνω.
Τότε παύει και η Εκκλησία να λειτουργεί ως Εκκλησία και,
φυσικά, να είναι Εκκλησία.
Τι γίνεται άρα; Μια θρησκευτική οντότητα· μια ΜΚΟ· μια
φιλανθρωπική οργάνωση· μια εταιρία· τότε αρχίζει η μετάδοση, όχι της ουσίας,
αλλά της πλάνης.
Τότε η λαμπρότητα και η μεγαλοπρέπεια είναι ανάγκη,
επιβάλλονται εξάπαντος· τότε η λειτουργική πράξη γίνεται κωμωδία· ο θείος
λόγος, φθηνή δημηγορία· η ηθική, ανούσια δεοντολογία· η φιλανθρωπία, άριστη
business· η διοίκηση, management· η Σύνοδος, διευθύνον συμβούλιο· η
εκκλησιολογία, οδηγός δημόσιων σχέσεων· οι επίσκοποι, διαχειριστές· οι ιερείς,
πιόνια· ο πιστός λαός, πελατεία· το δόγμα, μύθος· η πίστη, τρέλα· το Ευαγγέλιο,
προϊόν προς πώληση· ο Θεός…ο Θεός;
Ο Θεός δεν έχει θέση σε αυτό το μοντέλο. Δεν μεταβάλλεται ο
Θεός, από κανένα· είναι αυτό που είναι, και μεταδίδεται, όπως είναι, ή
παραμένει ακοινώνητος. Αναστέλλει τη χάρη και αναμένει.
Όταν διασαλεύεται η οντολογική τάξη και συνεπώς η λειτουργία
της Εκκλησίας ένδοθεν, τότε δημιουργείται η ύβρις προς το Θεό.
Είναι μια βόμβα που αναμένει να σκάσει κάποια στιγμή. Σκάει,
όμως, και σιγά σιγά.
Για να μεταδίδουμε χάρη, πρέπει να σεβόμαστε την
«εκκλησιαστική νομοτέλεια»:
Η Εκκλησία είναι η κατεξοχήν πραγμάτωση της θείας απλότητας
στο επίπεδο της σχετικότητας της δημιουργίας:
Το απλό ταυτίζεται, ή τουλάχιστον σχετίζεται, με το τέλειο.
Το τέλειο με το Θεό. Και
η απλότητα είναι μέσον και απόδειξη ότι λάβαμε και τελούμε
την Παρακαταθήκη και ότι, επιτέλους, καταλάβαμε και κάναμε σάρκα την «επιθυμία»
του μόνου Δεσπότου: Ἔλεος θέλω καὶ οὐ θυσίαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου